Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 29 Ιουνίου 2025


Ο Τζατσίντο δεν απάντησε, αλλά του άρπαξε δυνατά το μπράτσο λες και ήθελε να του το τσακίσει, έπειτα το άφησε. Ο Έφις τον άκουσε να λαχανιάζει ελαφρά, σαν να τον έπιασε ταραχή, και ο ίδιος με τη σειρά του, την ώρα που του έσφιγγε το μπράτσο και έκαιγε από το σφίξιμο, ανάσαινε με αγωνία. «Ναι, εσύ φταις, εσύ φταις», ξανάρχισε σχεδόν επιθετικά. «Δεν το ήξερες; Τόσο το καλύτερο!

Το γαμπρό σου τον Αγάλλο; . . . Πώς! δεν ήρθε; .. Θα ηύρε πουθενά τη μοίρα του πάλι . . . Ίσως να τον ωνείρεψε να πάη πουθενά ναυρή τίποτα γρόσια, και του είπε να πάη νύχτα, για να μη τον ιδή κανείς . . . Ή τίποτα στοιχειά θα ηύρε στο δρόμο κ' έπιασε κουβέντα μαζί τους, κ' εξέχασε . . .

«Φίλε, τι έρχεσαι, έτσι λαχανιασμένος, να ζητήσης εδώ μέσα; Θάλεγε κανείς πώς είσαι οδηγός λαγωνικών και τρέχεις κατ' οπίσω τους να τα πιάσης. Μήπως έρχεσαι και συ να ζητήσης δικαιοσύνη για κανένα άδικο που σου κάνανε; Ποιος σ' έδιωξε από το δάσος μου;» Ο δασοφύλακας τον επήρε κατά μέρος, και χαμηλόφωνα του είπε: — «Είδα τη Βασίλισσα και τον Τριστάνο. Κοιμώντανε, και μ' έπιασε φόβος.

Σε λίγο αντάμωσε έπειτα τον ξακουστό αδερφό του, 515 τον Έχτορα, ότι πήγαινε στον κάμπο να γυρίσει απ' όθες πριν ρωτιότανε με τ' ακριβό του τέρι. Πρώτος ο Πάρης έπιασε διο λόγια να μιλήσει «Πολύ σε βάσταξα, αδερφέ, κιας βιάζεσαι να σύρεις· άργησα, κι' όπως πρόσταξες δεν έφτασα στην ώρα

Και χάμου αφτοί ξεπέζεψαν ν' ακουρμαστούν το λόγο που τους μιλούσε ο Έχτορας, στα χέρια του κρατώντας κοντάρι ως έντεκα πηχών, με το χαλκένιο στόκο πούλαμπε ομπρός κι' ολόχρυσο τον έσφιγγε ζουνάρι. 495 Σ' αφτό ακουμπώντας έπιασε ναν τους μιλήσει κι' είπε «Ακούστε, Τρώες και βοηθοί, κι' ακούστε με, Δαρδάνοι!

Ναι, μας έπιασε βροχή· μα δεν είνε τίποτα, είπε ο Δημητράκης· τώρα που φτάσαμ' εδώ όλα θα περάσουν δεν είν' αλήθεια, μάννα; — Ναι, παιδί μου' εψιθύρισε κείνη χαμογελώντας. Μπήκανε στο δωμάτιο κ' η γερόντισσα παραδόθηκε στη φροντίδα της κόρης. Αλήθεια ήταν πολύ κουρασμένη. Η θλίψη με την κούραση μάλωναν στο πρόσωπό της και τόκαναν αυστηρό και συμπαθητικό.

Αφτός τρεις πίσωθε φορές τον έπιασε απ' τα πόδια 155 ναν τον τραβήξει θέλοντας κι' έκραζε ομπρός! στους Τρώες και τρεις φορές οι Αίιδες, ψημένοι μαχητάδες, τόνε βαρούνε απ' το νεκρό.

Ετούτη η εξομολόγησις που του έκαμα τον υποχρέωσε κατά πολλά, και έπιασε το χέρι μου και το εφίλησε με τρυφερότητα, και μου έκαμεν όρκον πως πολλά εγκαρδιακά με αγαπά· και με εστεφανώθη την ιδίαν ημέραν, και έγιναν μεγάλες χαρές εις όλην την χώραν διά μίαν εβδομάδα ολόκληρον, και πριν να τελειώσουν οι χαρές έστειλε ταχυδρόμους, καθώς μου έταξε, προς τον Μωβαβάκ.

Καθένας έπιασε τόρα τη θέσι του. Ο καπετάν Παλούμπας κοντά στο τιμόνι· ο γραμματικός ορθός στο τσιμπούκι σαν να ήταν φυγούρα· οι άλλοι ναύτες κρεμασμένοι ζερβόδεξα στις κουπαστές· το ναυτόπουλο στο κορζέτο ψηλά· εγώ με τον κόχυλα και το γλωσσίδι της καμπάνας στα χέρια. — Μπου!... μπου!... Νταγκ!... Νταγκνταγκ!.. Εσφύριζα μια και δεκαείκοσι απαντούσαν ευθύς στο θλιβερό σύνθημά μου.

Μόλις ο Αγαθούλης εγκαταστάθηκε σ' ένα ξένο δοχείο, τον έπιασε ελαφρός πυρετός από τους πολλούς κόπους.

Λέξη Της Ημέρας

συνέπειαι

Άλλοι Ψάχνουν