Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 25 Ιουνίου 2025
Ενώ ο Μπαρμπαρέζος εγκαθιδρύετο εις τον καναπέν, ο Σμυρνιός παρουσίαζε δύο καφέδες προς τον Σαϊτονικολήν και τον υιόν του. Δεν συνέβη όμως ό,τι επερίμενε, δηλαδή να πίη διά μιας ο Μανώλης τον καφέ και να μείνη «ολοχάσκωτος», διότι το αυτό προβλέπων και ο Σαϊτονικολής του εψιθύρισεν εγκαίρως: — Ρουφιά και ρουφιά να τόνε πιής γιατί καίει. Ακούς;
— Ακούς, Δελχαρώ, είπε, της Αμέρσας μονάχα να πω να 'ρθή, ή να 'ρθή και το Κρινιώ μαζύ; Τι λες εσύ, πεθερά; Και η Φραγκογιαννού ανυπόμονος· — Πήγαινε τώρα, τι φέρνεις γύρο; είπε. Ας ερθή όποιος ερθή! Η Δελχαρώ εθρήνει ηρέμα κύπτουσα επί του λύκνου. Ο Νταντής πριν εξέλθη, έρριψε βλέμμα εις το λίκνον και εις την σύζυγόν του. — Αχ! κρίμα, ζάβαλε! είπε . . . Κ' έβλεπα κάτι όνειρα! . . . βρε, παιδιά!
Και τώρ' αποτελείωσε μ' ακόμ' αυτόν τον πόθον· Τώρα σήκωσ' τους Δαναούς το κακόν πάθος πλέον. Έτσ' είπε προσευχόμενος, τον άκουσ' ο Απόλλων. Λοιπόν σαν προσευχήθηκαν, κ' έρριξαν ουλοχύταις, Απάνω στρέψαν τους λαιμούς, και έσφαξαν, κ' εγδάραν· Και τα μηριά τα έκαψαν, τα σκέπασαν με πάχος, Διπλόνοντας, και έθεσαν τα σπλάγχν' απάν' 'ς εκείνα.
— Ακούς τι μας ρωτάει η αφεντιά του; γυρίζει και της λέει· α σ' άκουσε, λέει, η Καλλίτσα τότες που της φώναξες από το παράθυρο. — Βέβαια πως μ' άκουσε, απολογιέται ολόθαρρα η κερά και με μάτια που έλπιζαν πάντα. Την άκουσε τη φωνή μου κ' η Καλλίτσα, την άκουσε κι ο Θεός. Και το λέω και το ξαναλέω πως η φωνή εκείνη που από τα φυλλοκάρδια μου τότες βγήκε, θα μου την φέρη την ακριβή μου μια μέρα.
Η γρηά ξεφώνιζε: — Ακούς εκεί νοικοκυρά γυναίκα να με πη στρίγγλα! Ο μπεκρούλιακας! Κ' έκλαιγε σαν το μωρό παιδί. — Σα δε συμμαζώνης τη γλώσσα σου; είπε πάλι, πιο μαζεμμένος τώρα, ο Μαθιός. Άνθρωπος είμαι κ' εγώ. Αίμα έχω στις φλέβες μου. Ο Καπετάν Λαλεχός στάθηκε μια στιγμή, ως που να καταλάβη τι γίνεται, ακουμπώντας στη μαγκούρα του. Οι γυναίκες τριγύρω μουρμούριζαν από τα παράθυρα.
Σε ξαναέχω, κόρη μου; Διά να μας χωρίσουν τον κεραυνόν εξ ουρανού αν ημπορούν ας φέρουν! Ω, στέγνωσε τα 'μάτια σου! — Η λώβα να τους φάγη και κρέατα και κόκκαλα, να τους ψοφήση η πείνα, πριν τρέξουν εξ αιτίας των τα δάκρυά μας!... Έλα! Άκουσ' εμένα. Το χαρτί οπού σου δίδω πάρε και φύλαξέ το. Πήγαινε 'ς την φυλακήν μαζί των. Ένα βαθμόν σ' ανύψωσα.
Τότε λοιπόν πρέπει να παραδεχθώμεν αυτά τα δύο είδη της καταστάσεως των πραγμάτων και της κρίσεως διά το μεγάλον και το μικρόν, και όχι καθώς είπαμεν προ ολίγου να τα σχετίζωμεν μόνον μεταξύ των, αλλά μάλλον καθώς το είπαμεν τόρα, η μία να γίνεται μεταξύ των και η άλλη ως προς το ορθόν μέτρον. Διά ποίαν δε αιτίαν έχομεν άραγε όρεξιν να το μάθωμεν; Νέος Σωκράτης. Ακούς εκεί; Ξένος.
Ακούς εκεί, αθανασία! Τέτοιαν αθανασίαν, που κάθε μια ημπορεί ν' αποκτήση — ας με λείπη καλλίτερα! Τότε παρετήρησα ότι διά της ανοήτου παρομοιώσεώς μου όχι μόνον την κόρην προσέβαλον, αλλά και τον εαυτόν μου δεν εκαλοσύστησα. — Τι βλαξ όπου είμαι! είπον κατ' εμαυτόν, απορών πώς να επανορθώσω το λάθος μου. — Αλλά δεν πειράζει! είπε τότε η κόρη, εννοήσασα την θέσιν μου.
Τέλος την σκαμπαβίαν ερευνώσαν να εύρη τα δύο πτώματα εις τα βάθη της θαλάσσης, υπό της σελήνης το φως! Εν τούτοις μετά βίας μεγάλης εκρατήθη, και προσβλέψας την νεαράν γυναίκα την ηρώτησεν απλώς· — Και δεν σε αγαπούσε κανείς εκεί πέρα, πριν σε πάρη ο κυρ- Μοναχάκης; — Και πολλοί μάλιστα, ακούς εκεί! εβεβαίωσεν ευθύμως η Λιαλιώ.
— Βρυκολάκιασες πλεια. Δεν σε κολλάει ο ύπνος, θαπώ; Εσύ μ' αυτά τα δέκατα θα ξεμπερδέψης! — Οκτώ χιλιάδες εμέτρησα σήμερα, κυρα-χήρα. Την πρώτη δόσι! Τ' ακούς; τ' ακούω, πες! — Ναι, μα νάχωμαι και νου μας, εξηκολούθησεν η χήρα τηγανίζουσα, το μέτρο είνε μεγάλο. Κατάλαβες; — Και τι ήθελες, κυρα-χήρα; νάνε ξύγκικο;
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν