Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 25 Ιουνίου 2025


Και μόνον η βάρδια αγρυπνεί, ο φρουρός, βλέπων πάντοτε εμπρός, εις απόστασιν, και ο τιμονιέρης βλέπων προς τον ουρανόν και προς τ' άρμενα της αγρυπνούσης σκούνας, ήτις προχωρεί αδιακόπως γλυκά συνομιλούσα με το κύμα. — Βλέπεις εκείνο τ' άστρο, το γεμάτο; Εκεί να πηγαίνη το μπαστούνι σου. Και να παίζη ο κόντρας, το πλέον υψηλόν ιστίον. Ακούς, Γιαννάκη μου; Α! παιδί μου!

Όταν εξημέρωσε, τρέχει αμέσως η Μιλάχρω κ' ευρίσκει την Θεια- Σταματίτσα. — Ήθελα πλειο, συμπεθέρα, να σας φέρω τ' Αϊβασιλιού, τον μπακλαβά. — Να τον φέρ'ς, συμπεθέρα, να τον φέρ'ς! Ακούς λέει! Ο Στεφανάκης ξεκάκιωσεν. Ήτο συνηθισμένη η Θεια-Σταματίτσα να τρώγη τα καλά της νύμφης γλυκύσματα, τρία χρόνια τώρα.

Την κοίταξα καλά μέσα στα μάτια και της είπα: «Θεία Νοέμι, εγώ θα παντρευτώ την Γκριζέντα, επειδή μόνο η Γκριζέντα, φτωχή σαν κι εμένα, νέα και μόνη σαν κι εμένα, μπορεί να είναι η σύντροφός μου». Τότε η Νοέμι χλόμιασε σαν να ήταν νεκρή∙ φοβήθηκα και έφυγα. Έκλαιγα∙ σου το είπε; Έλα, Έφις, δεν με ακούς. Έλα! Να η θεία Έστερ.

Εκείνος όλα τα φταίει. Γίνεται τέτοιο πράμα; Εγώ, εγώ να φοβούμαι; Εγώ να τρέμω; Εγώ να πιστέβω σ' αφτά και να πεθάνω γιατί τα πιστέβω; Δε γίνεται. Να συλλογιστώ, νάρθω στο νου μου. Δεν μπορώ. Είναι αλήθεια που δεν μπορώ; Και γιατί, γιατί; Τι ανεξήγητο που είναι! Διάβαζε, σπούδαζε στα βιβλία, δυνάμωνε τα μυαλά σου· ύστερα να που κατάντησες· ακούς και πιστέβεις τέτοια παραμύθια!

Αυτά 'πε η κόρη του Διός, η Αθήνη• κ' εσηκώθη άμ' άκουσ' ο Τηλέμαχος την θεϊκή φωνή της. και προς το σπίτι εβάδισε με την ψυχή θλιμμένη, κ' εύρεν αυτούτα μέγαρα τους ανδρικούς μνηστήραις 'πού γίδια σχίζαντην αυλή και χοίρους καψαλίζαν. 300 κ' ίσια προς τον Τηλέμαχον ο Αντίνοος γελώντας ήλθε, το χέρι του 'πιασεν, ωνόμασέ τον κ' είπε•

Άκαιρο το μαξούλι φέτος. Κρίματους κόπους μας! — Ο δεκατστής! Ο δεκατστής! Εκραύγασαν τότε αι πρώται γυναίκες, αναγνωρίσασαι αυτόν. — Είδες ο παμπόνηρος; Ηκούσθη κατόπιν άλλη φωνή. Λέει έτσι δα, για να μη βγουν άλλοι και τον χτυπήσουντα δέκατα, ως να τα πάρη. Ακούς τον! — Ε, κυρ-Δμάκη! Εκραύγασε τότε και η γραία Φουλίτσα, αφήσασα πολύ οπίσω την συνοδοιπόρον της.

Έπειτα με χοντρά άρχισε ναν του τα ψέλνει λόγια «Βλάκα σκαρτάδο, σούστριψε! Λοιπόν τ' αφτιά του κάκου τάχεις ν' ακούς, γιατί έχασες κάθε ντροπής και γνώση.

Εκράτησε τον γέρον από των δύο ώμων, και του είπε με τόσον απαλήν, αλλά και λεπτήν φωνήν, ώστε και κωφός θα ήκουε: — Ακούς, γέρο;...ήρθαν εκείνοι, να μας κλέψουν την Λουκρητία, ή να μας πάρουν τον μύλο και τα κτήματα... Έχω εδώ το ρεβόλβερο... Σήκω, να ιδούμε τι θα κάμωμε... μη μας σπάσουν την πόρτα, γέρο-Σταμάτη.

Αφού λοιπόν τον εφώναξα, τον ηρώτησα τα εξής: — Συ δε διατί σωπαίνεις, αγαπητέ μου, όταν ακούς αυτόν εδώ να λέη όλα αυτά; Τι ιδέαν έχεις συ διά το ζήτημα τούτο; Με τας πολλάς ασκήσεις δυναμώνουν τα ανθρώπινα σώματα ή με τας μετρίας;

Κ' ενώ ταύτα εσκέπτετο, έστρεψε πέριξ αναζητών διά του βλέμματος το μέρος, όπου ήτο δυνατόν υπάρχη οίνος, ως ο διψών αναζητεί την πηγήν, και: — Ακούς τι λέει· αρκεί να βρίσκεται είπε λείχων ευχαρίστως τα χείλη. — Κάτι βρίσκεται, μα θέλει σήκωμα το βαρέλι. — Εμπρός! Ο Φλεβάρης είνε δυσκίνητος, οκνός, ως τον λέγουν οι συνάδελφοί του, αλλά χάριν, του οίνου επήδησεν επί του βαρελιού μ' ευκολίαν.

Λέξη Της Ημέρας

βόηθα

Άλλοι Ψάχνουν