Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 25 Μαΐου 2025
Δόλιος δε όσον και ωμός, και βλέπων, ότι όλη η Ιερουσαλήμ εταράχθη μετ' αυτού, συνήγαγεν εν τω ανακτόρω του πάντας τους Αρχιερείς και τους γραμματείς των Ιουδαίων, — τα λείψανα ίσως του Συνεδρίου εκείνου το οποίον είχεν εκμηδενίσει προ πολλού, — και ηρώτα αυτούς πού ο Μεσσίας γεννάται.
Ο ωμός εμπορικισμός της Αμερικής, το υλιστικό της πνεύμα, η αδιαφορία της στην ποιητικήν όψη των πραγμάτων και η έλλειψη φαντασίας και υψηλών άφθαστων ιδανικών χρωστούνται ολότελα στο ότι η χώρ' αυτή αναγνώρισε για ήρωά της εθνικό έναν άνθρωπο, που κατά τη δική του ομολογία ήταν ανίκανος να πη ένα ψέμα· και δεν πάει πολύ αν υποστηρίξη κανείς ότι η ιστορία του George Washington και της κερασιάς έβλαψε πιο πολύ και σε λιγώτερο διάστημα παρά όποιο άλλο ηθικό διήγημα σ' ολάκερη τη φιλολογία».
Ο Τζατσίντο τότε κατέβασε το κεφάλι και κοίταξε τα χέρια του. «Βλέπεις; Βλέπεις; Ούτε μια λέξη πόνου δεν βγάζεις από το στόμα σου! Ούτε ένα δάκρυ! Και να σκεφτείς ότι πέθανε για σένα, άθλιε! Πέθανε από τον πόνο της για σένα.» Ο ώμος του Τζατσίντο άρχισε να τρέμει.
Ο πατέρας σου καθώς είναι άνθρωπος ωμός, χωρίς ποτέ να της πη ένα γλυκό λόγο, της είχε κάμει τη ζωή της μιαν απέραντη μονοτονία. Περίμενε λοιπόν πότε να μεγαλώσης εσύ, για να χαρή κι αυτή τον κόσμο. Πόσες φορές μούλεγε: «Και τι ανάγκη έχω κι αν υποφέρω τώρα; Θα μεγαλώση ο Σταύρος μου και θα καταφέρη τον πατέρα του να μου βγάλη και την Αννούλα από το σκολειό του μοναστηριού.
Ο ώμος του Τζατσίντο έτρεμε με σπασμούς, εκείνος όμως τον ανασήκωσε και τον τίναξε, σαν να ήθελε να απελευθερωθεί από το τρέμουλο και ξανάρχισε με πιο σκληρή φωνή: «Ναι, εγώ ήμουν εκείνος, το κατάλαβες. Πήγα στο σπίτι του λιμενάρχη. Δεν ήταν εκεί, αλλά η υπηρέτρια, ένα χλωμό κορίτσι που μιλούσε χαμηλόφωνα, μ’ έβαλε νε περιμένω στον προθάλαμο.
Ο ντον Πρέντου άνοιξε τα χοντρά του χείλη για να γελάσει και να πει μια από τις συνηθισμένες του χοντράδες, αλλά χαμήλωσε το βλέμμα επάνω στην γριά που έτρεμε, κοίταξε το κολιέ και τα σκουλαρίκια που ταλαντεύονταν, και άγγιξε κι εκείνος την χρυσή του καδένα και το πρόσωπό του συννέφιασε, όπως εκείνο το βράδυ που είδε να τρέμει ο ώμος του ανιψιού του.
Δεν είπε όμως από τι υπέφερε, έτσι κι αλλιώς δεν θα τον καταλάβαιναν. «Σου τις έβρεξε η θεία σου Νοέμι;» «Δε σε φίλησε αρκετά η Γκριζέντα; Ξύλο που της χρειάζεται!», είπε ο Μιλέζος, επαναλαμβάνοντας την κακογλωσσιά της λαίμαργης υπηρέτριας. «Ουφ!» ξεφύσησε ο Τζατσίντο ακουμπώντας τους αγκώνες στο τραπέζι για να κρατήσει το κεφάλι με τα δυο του χέρια και καθώς ο ώμος του έτρεμε ο ντον Πρέντου το πρόσεξε και χλόμιασε ελαφρά.
Ο Τζατσίντο άκουγε προβάλλοντας ψηλός και μελαψός στον πορφυρό ουρανό∙ ο ώμος του έτρεμε και ο Έφις, από κάτω, θαρρούσε πως έβλεπε να τρέμει όλος ο ορίζοντας. Ξαφνικά όμως ο Τζατσίντο έφυγε χωρίς να πει τίποτα και ο Έφις είδε μπροστά του το χώρο ελεύθερο, την κοιλάδα τριανταφυλλί αυλακωμένη από σκιές, ψηλά, ψηλά, μέχρι τους λόφους του Νούορο που διαγράφονταν μαύροι μέσα στο ηλιοβασίλεμα.
Ο Έφις προσπάθησε να του το πάρει. Παρακαλούσε, λες και ζητιάνευε. «Τζατσίντο, δώστο μου. Θα το επιστρέψω εγώ, θα το ξαναβάλω στο ντουλάπι. Εγώ θα μιλήσω μαζί τους, θα τις ηρεμήσω. Εσύ περίμενέ με εδώ, αλλά δώσε μου το γράμμα.» Ο Τζατσίντο τον κοίταξε. Ο ώμος του έτρεμε, αλλά τα μάτια του ήταν ψυχρά, σχεδόν άσπλαχνα.
Εσύ, που εκείνο το βράδυ υποσχόσουν τόσα ωραία πράγματα, εσύ, άνθρωπε του Θεού….» Ο ώμος του Τζατσίντο άρχισε πάλι να τρέμει. Ανασήκωσε το πρόσωπο κάτω από το σκυμμένο πρόσωπο του Έφις και κοιτάζονταν απελπισμένα. «Δεν το έκανα για κακό. Ήθελα να κερδίσω χρήματα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν