Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 22 Ιουνίου 2025
ΠΡΟΣΠ. Ώμορφα εμίλησες. Κάθησε λοιπόν, και συνομιλήστε· είναι δική σου. Έ! Άριελ, τεχνικέ μου υπηρέτη, Άριελ! Μπαίνει ο ΑΡΙΕΛ. ΑΡΙΕΛ. Τι αγαπάει ο δυνατός Κύριός μου; ιδού με. ΠΡΟΣΠ. Συ και οι κατώτεροι συντρόφοι σου εκτελέσετε άξια την ύστερη υπηρεσία σας, και σας θέλω πάλι γι' άλλη παρόμοια μηχανή. ΑΡΙΕΛ. Ευθύς; ΠΡΟΣΠ. Ναι, σε ριπή οφθαλμού.
Ο Καλίφης αφού έπιεν, ηθέλησε να επιστρέψη το ποτήρι, μα έμεινεν εκστατικός οπόταν το είδε πάλιν γεμάτο από κρασί πριν το δώση. Αυτός το ξαναπίνει έως την ύστερη σταλαγματιά, και εκεί που ήθελε να το επιστρέψη το βλέπει πάλιν γεμάτο ωσάν το πρώτο, χωρίς κανείς να το γεμίση.
Κάβοι καρτερούσαν το καράβι της νειότης μου ξεκινημένο την αυγή. Σε μαύρον κάβο το καράβι της νειότης μου έπεσε. Προς τον Άθω πλέουν τα συτρίμματά του, Κυρία των Αγγέλων! Οι αγαπημένοι μου πρόσφεραν το φαρμάκι του χωρισμού. Ως την ύστερη στάλα το ήπια και σε είδα μπροστά μου. Ωραία είσαι σαν την αγάπη και σαν την αδυναμία. Οι αγαπημένοι μου πρόσφεραν το φαρμάκι του χωρισμού.
— «Μα, την ξέρ'ς καλά τη μάννα μ';» Του είπα. — «Μωρέ την κάκω τη Μήτραινα δεν ξέρω, τη γειτόνισσα μ'; Για χαμένο μ' έχεις;» Τότε τον αγκάλιασα σφιχτά και φιλιώντάς τον, του είπα για ύστερη φορά να βεβαιωθώ καλύτερα: — «Αλήθεια, ζη η μάννα μ';» — «Ζη και παραζή, σου είπα, και σε καρτεράει κάθε μέρα, και κάθε ώρα και στιγμή!» Μου φάνηκε, ότι κέρδισα ένα βασίλειο.
Τι είπανε κανένας δεν άκουσε, μα ολωνών τα μάτια είχαν βουρκώσει. Ύστερα ο Μοναχάκης πήρε μια βαθειά ανάσσα και ρίχνοντας μια ύστερη ματιά αχόρταγη στην «Αθηνά»: — Σχώρα με και Θεός σχωρέσοι! μουρμούρισε. Η «Αθηνά» σάλεψε λυπητερά μέσα στο μούχρωμα, σαν ναπείκασε τα λόγια του Μοναχάκη. Σάλεψε μ' ένα παράπονο ανθρωπινό. Ο Γερο-Φλώκος πήρε πάλι στον ώμο τον καπετάνιο, αγάλια-αγάλια.
Άσε με 'κεί που βρίσκομαι γιατί θα πάρω τα μάτια μου και δεν με ξαναβλέπεις. Έκαμε τον σταυρό του με την επιμονή μου. Εστάθηκε λίγο μ' εκύταξε κατάματα, εκούνησε το κεφάλι. — Καλά παιδί μου, είπε· κάνε ό,τι σε φωτίση ο Θεός. Εγώ έκαμα εκείνο που ήταν από χέρι μου. Ούτ' έξοδα λυπήθηκα ούτε λόγια· θυμήσου το να μη με αναθεματάς αργότερα. Πήγαινε στην ευχή μου. Ύστερή του ευχή, πρώτη μου θλίψις.
Ανησύχησαν όλοι κι' άρχισαν με κλάμματα να την κουνούν, για ν' ανοίξη και να ιδούν για ύστερη φορά τα μάτια της, και ν' ακούσουν για ύστερη φορά τα ευλογημένα της τα λόγια. Η δόλια η Μάννα άνοιξε για ύστερη φορά τα μεγάλα τα μάτια, και κύτταξε όλους με την αράδα, σα να τους μετρούσε έναν έναν, και τους έδωκε την ευχή της ολωνών. — «Νάχετε όλοι την ευχή μου! Σας την δίδω με όλην μου την καρδιά!
Αφήστέ τον ήσυχο, Χριστιανοί μου! Στην έρημη, τη φτωχή του κακότυχου ναύτη κηδεία ούτε παππάς, ούτε ψαλμωδία καμμιά . . . μόνο μερικά δάκρυα μερικών πονόψυχων τον εσυνώδευσαν και την ύστερη στιγμή η αδερφή του — για τη γυναίκα του δε μιλώ — ερράντισε το βασανισμένο κουφάρι του με δάκρυα θερμά. Η υστερνή του ήλιου αχτίνα εφώτισε το έρημο, το καταφρονεμένο μνήμα . . .
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν