United States or Kenya ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και το ταχύ, μόλις ετσάκισαν τα εφτά μεσάνυχτα κ' έσκασε μες τ' ανατολικά κορφοβούνια το λαμπρότατο αστέρι, ο Γελαντζής, ξάφνου μαζί κ' η πέντε καμπάνες των αψηλών μας καμπαναριών ανατάραξαν το χωριό, σκόρπισαν από τα ματόφυλλα των χωριανών τον γλυκόν αυγερινό ύπνο, σαν ανεμοζάλη ωργισμένη που σηκώνετ' άξαφνα και σκορπάει την πάχνη και την καταχνιά που πλακώνουν την πλάση.

Ποιος άλλος; και ο Πάρης! και βουτημένος στ’ αίματα! Τι ώρα ωργισμένη, τι θρήνος!... Ω! εσάλευσεν η Ιουλιέτα. ΙΟΥΛΙΕΤΑ Πάτερ, ω πάτερ μου παρήγορε, ο άνδρας μου πώς είναι; Το ενθυμούμαι καθαρά πού έπρεπε να ήμαι· ηξεύρω πού ευρίσκομαι. Πού είναι ο Ρωμαίος; ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ Ακούω κρότον. — Κόρη μου, να φύγης και φωληάζει εδώ αρρώστια, θάνατος, και ύπνος χωρίς τέλος.

Ώρα κακή! τι ήθελα να γεννηθώ η μαύρη! Λίγον ρακί! — Αυθέντα μου, κυρία μου, βοήθεια! ΚΑΠΟΥΛΕΤΑΙΝΑ Τι είν' ο τόσος θόρυβος; ΠΑΡΑΜΑΝΑ Ημέρα ωργισμένη! ΚΑΠΟΥΛΕΤΑΙΝΑ Τι έπαθες; ΠΑΡΑΜΑΝΑ Κύτταξ' εκεί! Δυστυχισμένη 'μέρα! ΚΑΠΟΥΛΕΤΑΙΝΑ Αλλοίμονον, αλλοίμονον! Παιδάκι μου, ζωή μου! Ω! Αναστήσου, ή κ' εγώ μαζή σου θ' αποθάνω. Βοήθεια! Βοήθεια! Ω! φώναξε να έλθουν. ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ Είν' εντροπή!

Κάθεται κλεισμένη μέσα, και άμα φανή κανένα καράβιτο λιμάνι μπρος, νά σου και πετιέται όξω. Είνε ένα θάμα αυτή η χριστιανή. Την Παραμονήν των Χριστουγέννων η θεια Μυγδαλίτσα είχεν εγερθή οξέως ωργισμένη κατά της κόρης της, καθ' εαυτής, κατά πάντων.

Λάμπει ο ήλιος, κελαϊδούν της άνοιξης τ' αηδόνια, Κ' εκείνο μένει ασάλευτο, βουβό από τόσα χρόνια. Κάποια νεράιδα της ερμιάς και μάγισσα ωργισμένη Το καταράστηκε βαριά και μάρμαρο έχει γένει. Και το παλάτι ερήμαξε, το σκέπασαν τα δάση Κι' ως τόρα πόδι ανθρωπινό δεν έχει εκεί περάσει.

Την έβλεπα ωργισμένη άλλοτε, τρελή να δέρνη με αφρούς τ' ακρογιάλι, να καβαλικεύη τα χάλαρα, να σκαλώνη στων βράχων τις σπηλιές, να βροντά και να ηχάη ανήσυχη, λέγεις κ' εζητούσε να φθάση στα έγκατα της γης να σβύση τις φωτιές της.

Μετ' ολίγον αι γειτόνισσαι εγέλων κρυφά, βλέπουσαι την γρηά το Μορφάκι «καμαρωτή-καμαρωτή η ωργισμένη» να μεταβαίνη εις την εκκλησίαν, κρατούσα τεταμένην εκεί πέρα την μεγάλην προσφοράν και αφίνουσα τον ελαφρόν άνεμον ελαφρώς να ξανεμίζη τας φουντωτάς άκρας της μεταξίνης οθόνης.

Είπε ότι είσαστε ωργισμένη εξ αιτίας αυτού μοναχά του αδικήματος: ξεσχίσατε στη θάλασσα ένα πουκάμισο άσπρο σαν το χιόνι που φέρνατε από την Ιρλανδία, και σας δάνεισε το δικό της τη βραδυά των γάμων σας. Αυτό ήταν, έλεγε, το μόνο της έγκλημα. Είπε την ευγνωμοσύνη της σε σας για τόσα καλά που της κάνατε, και παρακάλεσε το Θεό να προστατεύση την τιμή σας και τη ζωή σας.

Και το ταχύ, μόλις ετσάκισαν τα εφτά μεσάνυχτα κ' έσκασε μες τ' ανατολικά κορφοβούνια το λαμπρότατο αστέρι, ο Γελαντζής, ξάφνου μαζί κ' η πέντε καμπάνες των αψηλών μας καμπαναριών ανατάραξαν το χωριό, σκόρπισαν από τα ματόφυλλα των χωριανών τον γλυκόν αυγερινό ύπνο, σαν ανεμοζάλη ωργισμένη που σηκώνετ' άξαφνα και σκορπάει την πάχνη και την καταχνιά που πλακώνουν τη πλάση.