United States or Isle of Man ? Vote for the TOP Country of the Week !


Το ψυχομάχημα, ο θάνατος, το πένθος, οι ετοιμασίες όλα ήταν για τη σκέψη του ψηφίδες που τούδειχναν μια θαυμαστή και μεγαλόπρεπη εικόνα. Σκυφτός άκουε το μυρολόγι της Ελπίδας κ' ένοιωθε το πνεύμα του να γυρίζη μέσα στα χερόγραφα των παλιών Ευμορφόπουλων. — Εγώ σε βεβαιώνω, είπε άξαφνα με φαρμάκι στο Θεομίσητο, πως και τα παιδιά έχουν την ψυχή της μάννας τους.

Διαμάντη, τι με θέλεις; Πώς άφησες το σκοτωμό και πώς με την Αστέρω Μου πέρνεις τα πατήματα;... — Θανάση;.. Με γνωρίζεις.. Δεν παρακάλεσα ποτέ... Κ' εμπρός σου... γονατίζω. — Πες μου, τι θέλεις;... γρήγορα.. — Αυτό το έρμο χώμα Αν ήν' αλήθεια παγαπάς, Θανάση... γλύτωσέ το... — Σου φαίνεται να δείλιασα; — Φύγε, Θανάση, φύγε. — Μη φαρμακεύης, γέροντα, το ψυχομάχημά μου.

Ο Αλαμάνος γύρισε και τον κύτταξε με περιφρόνηση. Ούτε κι ο θάνατος, λοιπόν, δε στόμωνε το μίσος του! Με τη θαυμαστή επιμονή του κατώρθωσε ο Αλαμάνος να τα ισάξη όλα στην πατρίδα του και να τρέξη πάλε στο μεγάλο του σκοπό. Έτυχε απάνω στο ψυχομάχημα της κυρά Πανώριας· μα κ' εκείνο ήταν σημαντικό για την υπόθεσή του.

Δε θα λα τον λησμονήσω ποτές το Φώτο μου, μούλεγε, τι μώχει κάψει του μαύρου την καρδιά με το θάνατό του. Και κατά την παραγγολή που μ' άφινε στο ψυχομάχημά του, θα λα ξεθάψω μια μέρα τα κοκκαλάκια του και θα λα τα πάω στο Σούλι, γιατ' ο καϋμός του Σουλιού εστάθηκε θάνατός του. — Κι' ο καϋμός της Χάιδως. Είπα γω με το νου μου.

Δε θα λα τον λησμονήσω ποτές το Φώτο μου, μούλεγε, τι μώχει κάψει του μαύρου την καρδιά με το θάνατό του. Και κατά την παραγγολή που μ' άφινε στο ψυχομάχημά του, θα λα ξεθάψω μια μέρα τα κοκκαλάκια του και θα λα τα πάω στο Σούλι, γιατ' ο καϋμός του Σουλιού εστάθηκε θάνατός του. — Κι ο καϋμός της Χάιδως. Είπα γω με το νου μου.

Θανάση μου, ενικήσαμε!... το ψυχομάχημά του Μεταλαβή κι' αντίδωρο... — Πατέρα, δε θα νάρθη Για μας, που προοιμίζομε, Δευτέρα Παρουσίααυτήν την ακροπελαγιά;... Αυτό το έρμο χώμα Δε θα το ιδούν ελεύθερο μια μέρα οι πεθαμμένοι; — Πίστευε, Διάκε, 'ς του θεού την παντοδυναμία. — Θα σούναι πάντατο πλευρό μ' εμέ κι' ο Πατριάρχης. Απλόνουν πάλαι τα φτερά.

Τι σύγκριση! σκέφτηκε ο Αριστόδημος, έτοιμος να δακρύση. — Α! βέβαια, καμία σύγκριση· καμία βέβαια· βιάστηκε να προσθέση ο Περαχώρας. Μα είνε, βλέπετε, νέοι λαοί, όλως διόλου νέοι. Και το ξύπνημα του βρέφους είνε πολύ σημαντικώτερο από του γέρου το ψυχομάχημα. Κρίμα που δεν το καταλάβατε ακόμα! — Μπορεί· έκαμε ο Αριστόδημος χωρίς να διώξη από το μέτωπό του τη θλίψη.

Ναι, δέχεται· έκαμε η κόρη με το κεφάλι για να κρύψη τ' αναφυλλητό της. — Μα τι; κλαις βλέπω!.. επρόσθεσε κυττάζοντάς την κατάματα· μη σέβρισε ; — Τσ... έκαμε κείνη· άκου. Τον έσυρε σιγά ως την πόρτα του γραφείου και στάθηκαν εκεί σκυφτοί και λυπημένοι για κάμποση ώρα. — Πάμε, είπε ο Δημητράκης, σέρνοντας κατόπιν του την κόρη· δε βαστώ πια. Μου φαίνεται πως ακούω ψυχομάχημα...

Ακούστηκε σα μια βροντή... 'Σ τα σωθικά του Διάκου Κρυφά λες κ' είχαν σωριαστή, φαρμακεμμένοι πόνοι, Χίλιων χρονών εκδίκησαις, στείραις ευχαίς, ορφάνια, Του βρόχου το λαχτάρισμα, τυραγνισμένη φτώχια, Κατάραις, ψυχομάχημα, βάσανα, μοιρολόγια, Κ' εξέσπασε με μια φωνή το βογκητό του γένους: — » Αδέρφια μου!.. Φωτιά . .. Φωτιά» ... Το βόλι του Θανάση Δε θέλει σάρκα ανθρωπινή.