United States or Bolivia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όλους τους χορούς λέει τους ήξερε και δεν άφηνε χορό να μην τονέ χορέψη με τους πιο ωραίους καβαλλιέρους.

Ήσαν ως τριάντα Νεράιδες, γυναίκες κάτασπρες, με άσπρους λαιμούς, άσπρα χρυσοκεντημένα φορέματα και ξανθά μαλλιά. Αντί να κάμω προς το βουνό, από τη σαστιμάρα μου έπεσα μέσα στο χορό. Έφερναν γύρω σαν να φέρνη γύρω αέρας. Μπερδεύθηκα μέσα σε ολόχρυσες πολυθρόνες, που κάθονταν οι βιολιτζήδες με τα χρυσά βιολιά και τ' αργυρά λαγούτα.

Κι ο Δρύαντας, αφού σηκώθηκε και πρόσταξε να του παίξουνε βακχικό σκοπό, τους εχόρεψε χορό του τρύγου· κ' εφαινόταν πότε σαν να τρυγούσε, πότε σαν να κουβαλούσε κοφίνια, έπειτα σαν να επατούσε τα σταφύλια, κατόπι σαν να εγέμιζε τα πιθάρια και στο τέλος σαν να έπινε μούστο.

Έβλεπε το ξεφάντωμα πιο αργότερα, το Μιχάλη μεθυσμένο στουπί να πετάη αλύπητα τον παρά στα παιχνίδια, το λυγερό τον Πανάγο να σφιχτοκρατάη το χέρι της Βασιλικής στο χορό, και κείνη ξετσίπωτη, δαιμονισμένη, λυσσασμένη, γοργώνα μονάχη, να κλωθογυρίζη το μαντίλι και να το φέρνη γύρο, να τσακίζη τη μέση της και νανεβοκατεβάζη τα στήθια της, να πέφτη ο αχνός του γοργού της ανασασμού απάνω στον αγαπητικό τηςκι ο κόσμος απέξω να κοιτάζη, νακούγη, να σκάνη στα γέλοια, και ναπορή το τι έπαθε μαθές, όχι πια ο χαζός ο Mιχάλης, μα το γνωστικό ταδέρφι του ο Δημήτρης, που δεν έρχεται να το σταματήση το μεγάλο το σκάνταλο.

Και αργότερα, στο θέατρο, που μια έπαιζε με όλου του κορμιού τη δύναμη τον γυναικείο έρωτα, αυτός έλεγε με ηρεμία πως το στόμα της είναι πολύ μεγάλο. Πέρασαν τα μεσάνυχτα, και τώρα χορεύουν μέσα μου χορό σατανικό, όλες οι ταραχές της μέρας.

Εξαίρετα, του είπε, σα στον καλόν καιρό 145 Λαλούσες, τώρ' αρχίνα, και στήσε το χορό. Όσοι τον καιρό ξοδεύουν, Και το μέλλον δε μετρούν, Στα χαμένα τον γυρεύουν, Σαν και πρώτα να τον βρουν. 150 Επειδής φτερά βαστάει. Φεύγει, τρέχει σα νερό, Κι' όπιος δεν τον κυνηγάει, Χάνει πάντα τον τορό. Σύναζε νιος όσο μπορείς, 155 Γέροντας άνεσι να βρης. Στα νιάτα σου αν οκνεύεις. Γέρος κακά πορεύεις·

Δεν πέρασε πολλή ώρα, και πήγαινε καπνός το βιολί, βρόνταγε το λαούτο, και δος του χορό οι λεβέντηδες, δος του χορό κ' η Μιχάλαινα, οδηγώντας το γυριστό απατή της, πυργόστεκη, με το μαντίλι στο χέρι, που το στριφογύριζε και πήγαινε ομπρός.

Κ' απάνω σ' όλ' αυτή την πίκρα, μια κοντούλα γερόντισσα που θα συνέβγαλε ως τα σήμερα πολλά παιδιά κι αγγόνια για το στρατό, τράβηξε μπροστά, και σέρνοντας αγάλι' αγάλια τα τρεμάμενα ποδάρια της, ζήτησε να της σύρουν το χορό, για να καλοστρατήσουν οι ξενητεμένοι. Μεγάλη αλυσίδα χορού απλώθηκε τότε στην ακροθαλασσιά.

Ο πληγωμένος αητός δεν θα ξαναπετάξηΈνα συνεχές ούρλισμα είν' η ζωή μου Και όλα των νυκτών μου τα όνειρα Πηγαίνουν εκεί, προς την βαθειά λάμψι των ματιών σου, Εκεί που τα πόδια σου αντανακλώνται, Μέσα σ' ένα αιθέριο χορό Σ' ένα Ιταλικό ποτάμι. Ωιμέ!

Αθουσώ! . . . Αθουσώ! . . . τρέξε γρήγορα, φώναξε τη μάννα μου! . . . — Είνε πιασμένη στο χορό! — Να ξεπιαστή . . . και να τρέξη . . . Μετ' ολίγον ήλθε τω όντι η Ασημήνα. — Ω! καλά έκαμε τ' Αθουσώ, κ' ήρθε, και μ' έκαμε να ξεπιαστώ απ' το χορό. Μπαΐλντισα, παιδάκι μου!