Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 6 Μαΐου 2025


Και πάντα ταύτα, χλόη, μάρμαρα, δένδρα και νερά, παρίστανται υπό την μαγικήν λάμψιν του νυκτερινού φωτός υπό όψιν όλως ιδιάζουσαν και ούτως ειπείν ονειρώδη. Η σκηνή είνε ακόμη έρημος, αλλά πας τις προαισθάνεται ότι το δάσος εκείνο δεν κατοικούσιν όντα, ως εκείνα μεθ' ων συναναστρέφεται καθ' εκάστην.

Κυνηγούσαν τριζόνια, έπιαναν τζιτζίκους φωνακλάδες εμάζευαν λουλούδια· εσειούσαν τα δέντρα, έτρωγαν πωρικά. Και κάποτες επλάγιασαν μαζί και γυμνοί κ' εσκεπάστηκαν μ' ένα τομάρι γίδας. Κ' εύκολα θα γινόταν η Χλόη γυναίκα, αν δεν τρόμαζε το Δάφνη το αίμα.

Αφού λοιπόν και δεύτερη φορά γελάστηκε ο Δόρκωνας στην ελπίδα του και του κάκου έχασε τα καλά τυριά, αποφάσισε ν' αρπάξη τη Χλόη, όταν βρεθή μονάχη της. Και σαν παραφύλαξε κ' είδε, ότι τη μια μέρα πήγαινε τα κοπάδια στο πότισμα ο Δάφνης και την άλλη η κορασιά, σοφίζεται πονηριά, που ταίριαζε σε βοσκό.

Και τη Χλόη θα την ξαναϊδώ το καλοκαίρι, αφού καθώς φαίνεται δεν ήτανε γραφτό να την ιδώ το χειμώνα. Αφού εστοχάστηκε κάτι τέτοια κ' εμάζεψε το κυνήγι, ξεκίνησε να φύγη. Μα σαν να τον ψυχοπόνεσεν ο Έρωτας γίνονται τούτα: 7. Εβάνανε να φάνε ο Δρύαντας κ' οι δικοί του· εμοιράζονταν τα κρέατα· έβαναν ψωμί στο τραπέζι έπιαναν κρασί.

Αυτό το παιγνίδι του Σβεν κοίταζε η μικρή Μάρθα και τέλος τονέ ρώτησε τι έκανε κει. — Δε βλέπεις; Παίζω στη χλόη, είπε ο Σβεν. Και ξαφνισμένος άνοιξε πλατιά τα μάτια του. Όχι, η Μάρθα δεν το εννοούσε, μα αφού είδε το Σβεν να παίζη τόση ώρα εκεί, νόμισε πως έπρεπε να είναι κάτι πολύ διασκεδαστικό και κάθησε κι αυτή κοντά του.

Ω δροσερέ μου αέρα φυσόντας σιγανά, Πέρασε από τη Χλόη και πες της τα δεινά, Που δοκιμάζει ο Δάφνης, και τους πικρούς καϋμούς... Αχ! μη της πης, αέρα, παρά χαιρετισμούς.

Κι ο Δάφνης, αφού αφιέρωσε το δικό του το μικρό στον Πάνα κ' εφίλησε τη Χλόη, σαν να τήνε βρήκε ύστερ' από αληθινή φευγάλα, εγύριζε το κοπάδι στη στάνη παίζοντας το σουραύλι.

Όταν αναγινώσκω τη βαθεία λύπη επάνω στο μέτωπό του, όταν βλέπω τον τελευταίον, εγκαταλελειμένο ήρωα να κινήται αλλοιωμένος εις τον τάφον, και πώς καταπίνει πάντοτε νέες, αλγεινά φλογερές ηδονές αντικρύζοντας την ακίνητη εμφάνιση των σκιών των αποθαμμένων του, και προσβλέπει την κρύα γη, την υψηλήν κυματίζουσα χλόη και αναφωνεί: Ο οδοιπόρος θα έλθη, θα έλθη, με εγνώρισε στην ομορφιά μου, και θα ρωτήση: Πού είναι ο τραγουδιστής, ο έξοχος υιός του Φιγκάλ; Το πόδι του πατεί τον τάφο μου, και αυτός του κάκου ρωτά για μένα πάνω στη γη. — Ω φίλε! επιθυμούσα σαν ευγενής οπλοφόρος να σύρω το ξίφος, να ελευθερώσω διά μιας τον ηγεμόνα μου από τη σπασμωδική βάσανο της αργοσβυνομένης ζωής, και να στείλω προς τον ελευθερωθέντα ημίθεον την ψυχήν μου.

Τους κάμπους τριγυρίζει, Τη χλοή ροκανίζει Ως θέλει η όρεξί του Χωρίς αντήρησί του.

Μα σχοινί δεν ήταν πουθενά· η Χλόη όμως αφού έλυσε μια κορδέλα της τη δίνει στο γελαδάρη για να την ρίξη· κ' έτσι εκείνοι στεκάμενοι στην άκρη του λάκκου τραβούσαν κι' ο Δάφνης ανέβηκε κρατώντας την κορδέλα, που την έσερναν.

Λέξη Της Ημέρας

γλαυκοπαίζουν

Άλλοι Ψάχνουν