Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 6 Μαΐου 2025


Κι άμα πια εβασίλεψε ο ήλιος έφερναν τα κοπάδια στις στάνες· κ' η Χλόη δεν έπαθε τίποτε παραπάνω παρά ότι επιθυμούσε να ιδή και πάλι τον Δάφνη να λούζεται.

Κι όταν άρχιζε πια η άνοιξη και το χιόνι έλυονε κ' η γις ξεκαθάριζε και το χορτάρι έβγαινε, κ' οι άλλοι βοσκοί έβγαναν τα κοπάδια στη βοσκή και πρώτοι απ' όλους η Χλόη κι ο Δάφνης σαν να εδουλεύανε σε μεγαλύτερο βοσκό.

Μα εδοκίμαζαν κι από φιλιά αδιάκοπη γλύκα και γλυκοκουβεντιάζανε: — Για σένα ήλθα Χλόη. — Το ξέρω, Δάφνη. — Για σένα σκοτόνω τα κακόμοιρα τα κοτσύφια. Πού λοιπόν θα καταντήσω για σένα; Να με θυμάσαι. — Σε θυμάμαι· μα τις Νύμφες που σ' ορκίστηκα κάποτε σ' εκείνη τη σπηλιά, όπου θα πάμε μόλις το χιόνι λυώσει. — Μα είναι πολύ, Χλόη, και φοβάμαι μήπως εγώ πριν απ' αυτό λυώσω.

Κ' η Χλόη χαιρότανε κ' επίστευε σαν κόρη και σαν βοσκοπούλα και που θαρρούσε, και τα γίδια και τα πρόβατα είναι για τους βοσκούς και τους γιδάρηδες ξεχωριστοί θεοί.

Αποφάσισαν λοιπόν να λουστή, προτού ο Λάμωνας κ' η Μυρτάλη μάθουν τι έγινε. Κι αφού ο Δάφνης πήγε μαζί με τη Χλόη στη σπηλιά των Νυμφών, της έδωκε και το ρούχο του και το ταγάρι να τα φυλάη κι' αυτός στεκάμενος εμπρός στην πηγή έπλενε τα μαλλιά κι όλο το σώμα του. Κ' ήτανε τα μαλλιά του μαύρα και πολλά και το κορμί του μαυρισμένο από τον ήλιο.

Κι ο Δάφνης έφευγε, αφού τους εφίλησε πρώτ' από τη Χλόη για να μείνη απείραχτο το φίλημα εκείνης. Μα κι άλλες πολλές φορές ξαναπήγε εκεί μ' άλλους τρόπους· κ' έτσι ο χειμώνας δεν επέρασε γι' αυτούς δίχως έρωτα.

Θωρώ σου, Χλόη, κι' άδικα Θελ' απομαραθούν Οι κρίνοι, τα τραντάφυλλα Στην όψη σου, που ανθούν, Διαβατικά τ' αθρώπινα, Σαν ποταμιού νερό, Τα νιάτα χάρου, Κόρη μου, Μη χάνεις τον καιρό. Πλακόνουν τα γεράματα Προμιού τα φανταχτής, Κι' αν μετανιόσης ύστερα, Διπλά θα παιδευτής. Της σαγιτιαίς του έρωτα Μη της καταφρονάς, Και μη τα δασκαλέματα Ακούς της Αθηνάς. Τα ήθη, Χλόη, ημέροσε, Μη θες να τυραγνάς.

Η Χλόη όμως ήτανε κοντά στα πρόβατα· κι όταν την εκυνήγησαν έτρεξε σαν ικέτιδα στις νύμφες για να γλυτώση και παρακαλούσε να λυπηθούνε κι όσα έβοσκε κι αυτή την ίδια για χάρη των θεώνε· μα κανένα όφελος· επειδή οι Μεθυμνιώτες, αφού έβρισαν κι ατίμασαν πολλά αγάλματα, και τα κοπάδια άρπαξαν κ' εκείνη την έσυραν σαν γίδα ή πρόβατο χτυπώντας τη με λιγαριές.

Ο Δάφνης όμως, καθώς δεν είχε τι να κάνη κ' ήτανε και πιο έξυπνος από την κορασιά, τέτοιο πράγμα εσοφίστηκε για να ιδή τη Χλόη.

Ήτανε λοιπόν σε τέτοιους ξεφαντωτάδες όλα απλά και χωριάτικα· ο ένας τραγουδούσε, όπως τραγουδούνε στο θέρο· ο άλλος έλεγε μέτωρα, όπως λένε στους ληνούς· ο Φιλητάς έπαιξε το σουραύλι, ο Λάμπης τη φλογέρα. Ο Δρύαντας κι ο Λάμωνας εχόρεψαν. Η Χλόη κι ο Δάφνης εγλυκοφιλιόντανε. Μα και τα γίδια εβόσκανε κοντά, σαν να είχανε κι αυτά μέρος στη γιορτή.

Λέξη Της Ημέρας

εκάρφωνεν

Άλλοι Ψάχνουν