United States or Papua New Guinea ? Vote for the TOP Country of the Week !


Με τα λόγια της αυτά μου πέρασε στο νου μια θύμηση. Την είδα να περπατά μαζί μου σ' ένα στενό μονοπάτι κάτω από τις φωτεινές σημύδες των βραχόνησων. Απάνωθέ μας φεγγοβολούσαν τάστρα τουρανού και στα πόδια μας έτρεμε στη χλόη το θαμπό αντιφέγγισμα από τα παράθυρα της πρώτης καλοκαιρινής κατοικιάς μας.

Η φύση, στολισμένη με όλη της τη λάμψι, εσκορπούσε τριγύρω τα μαγευτικά της δώρα με μεγαλοπρεπή αφθονία. Εγελούσαν όλα· και τα βουνά και οι κάμποι και τα περήφανα δέντρα και η ταπεινή χλόη και η λίμνη η ακίνητη και το νερό το τρεχάμενο, όλα ηλιόλουστα, περίλαμπρα, γεμάτα ζωή.

Ο φλογόθωρος κρόκος ψήλωνε το κεφαλάκι του μέσ' από τη χλόη για να την κυττάξη. Γι' αυτήν ο λεπτόκορμος νάρκισσος μάζευε τη δροσερή βροχή κ' οι ανεμώνες ξεχνούσαν τους Σικελικούς ανέμους που τις έκαναν κόρτε. Μα μήτε ο κρόκος, μήτε η ανεμώνη, μήτε ο νάρκισσος ήταν τόσο όμορφα όσον ωραία ήταν αυτή. Είναι κάτι τι παράξενο αυτή η μεταβίβασις της συγκινήσεως.

Εκ των λοιπών όμως ο Βορυσθένης προσφέρει μεγίστας ωφελείας εις τους ανθρώπους, διότι και εις τα κτήνη παρέχει νομάς καλλίστας και αφθονωτάτας, και ιχθύς δίδει αρίστους και πολλούς, και το ύδωρ αυτού είναι γλυκύτατον. Ρέει δε καθαρός πλησίον άλλων ποταμών θολερών, τα σιτηρά εις τας όχθας αυτού γίνονται αξιολογώτατα, και η χλόη, εις τα μέρη όπου δεν σπείρεται η χώρα, φθάνει εις ύψος πολύ.

Εκεί από κάτω εξετείνετο η βελουδίνη των λειμώνων χλόη, κατεσπαρμένη με τα καστανόχροα ξύλινα σπίτια, η Λουτσίνη εβομβούσε και επάφλαζε. Παρετήρει ο Ρούντυ τον Παγώνα με τα κρυστάλλινα πράσινα χείλη και το λερωμένο χιόνι, έβλεπε μέσα την βαθείαν ρωγμήν, έβλεπε και τον Άνω Παγώνα και τον Κάτω.

Επειδή, αν κ' ήτανε γιδάρης, τώρα θαρρούσε και τη θάλασσα πιο γλυκιά από τη γις, γιατί τον εβοηθούσε να παντρευτή τη Χλόη.

Κι άμα ξαλάφρωσε από την πίκρα το Λάμωνα και τους δικούς του και τους εγέμισε χαρά, και θροφή εδοκίμασε και πήγε για ύπνο, όχι όμως δίχως δάκρυα κι αυτόνε, μόνο παρακαλώντας να ξαναϊδή τις Νύμφες στ' όνειρό του και νάρθη γλήγορα η μέρα, που του έταξαν τη Χλόη. Η νύχτα εκείνη του φάνηκεν ότι ήτανε πιο μεγάλη από όλες. Και τούτα γίνανε στο διάστημά της.

Κ' ύστερα αφού είπανε παραμύθια κ' ετραγούδησαν, επήγανε για ύπνο, η Χλόη με τη μητέρα της κι ο Δρύαντας με το Δάφνη. Κ' η Χλόη τίποτε άλλο δε συλλογιζότανε παρά ότι την άλλη μέρα θα ιδή το Δάφνη.

Τα κρέατα, αφού τάψησαν και τάβρασαν, τάβαλαν εκεί κοντά στο λιβάδι ανάμεσα σε χόρτα και το τομάρι με τα κέρατά του το κάρφωσαν επάνω στο πεύκο κοντά στο άγαλμα, ποιμενικό τάμα σε ποιμενικό θεό· ξεχωρίσανε γι' αυτόν και τα καλύτερα κρέατα κ' εχύσανε μούστο από μεγαλύτερη κροντήρα· ετραγούδησε η Χλόη κι ο Δάφνης έπαιξε το σουραύλι.

Κ' οι κουρσάροι, αφού έλυσαν γλήγορα το παλαμάρι και πήρανε τα κουπιά στα χέρια, ανοίγονταν στο πέλαγος. Τότε κ' η Χλόη οδηγούσε το κοπάδι, φέρνοντας δώρο στο Δάφνη ένα καινούργιο σουραύλι. Μα όταν είδε τα γίδια τρομαγμένα κι άκουσε το Δάφνη να τήνε φωνάζει πάντα πιο δυνατά, παρατάει τα πρόβατα, πετάει το σουραύλι και φτάνει τρεχάτη στο Δόρκωνα για να τον παρακαλέση νάρθη σε βοήθεια.