Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 29 Μαΐου 2025


»Όταν η μαύρ' η μάνα μου, εμπρός σε μιαν εικόνα, Πλάστη μου, μ' εγονάτιζε με σταυρωτά τα χέρια, Και μώλεγε να δεηθώ για κειούς που το χειμώνα Σα λύκοι ετρέχαν στα βουνά, με χιόνια, μ' αγριοκαίρια Για να μη ζούνε στο ζυγό, ένοιωθα τη φωνή μου Να ξεψυχάη στα χείλη μου, εσπάραζε η καρδιά μου, Μου ετρέμανε τα γόνατα, σαν νάθελε η ψυχή μου Να φύγη με τη δέηση από τα σωθικά μου

Εκείνη ξέρει τι κάμνει. Εκεινής δεν της κοστίζει τίποτις η αγάπη. Και για τούτο είναι κρύα μαζί μου, κρύα, όταν την καίνε τα φιλιά μου. Μάρμαρο και χιόνια. Χιόνια βουνό που δε λιώνει. Κατάλαβα με μιας. Ταγάπησα εκείνο το γράμμα, γιατί μ' έφεξε σαν το κερί και την είδα, την αλήθεια! Ανεβαίνω στην κάμερή της και τα βλέπω. Κομματάκια, κομματάκια χαρτί. Σκόρπια κατά γης. Ξεσκισμένα λιανά λιανά.

Δεν είχε μεγαλώσει ακόμη για να φορέση τσαρουχάκια, είπεν ο παπά-Βαγγέλης. Εις τον κήπον της Εδέμ δεν έχει αγκάθια και τριβόλια, και μπορεί κανείς να πάη και ξυπόλυτος. Είτα επέφερεν·Ας είναι, συντέκνισσα. Θαρθώ να το θάψω. Ο παπάς εκαβαλλίκεψε και πάλιν εις το ονάριον. Ήτο ημέρα, την φοράν ταύτην. Τα χιόνια δεν είχαν λυώσει, αλλ' ήτο νηνεμία, και μάλλον γλύκα.

« Συρέτε να ρωτήσητε » Τον Πίνδο με τα χιόνια. » Αν είδεν από μένανε » Αγριώτερο λοντάρι . » Απέθανα· και φύτρωσε «'Στήν Ήπειρο χορτάρι » Όλο δροσούλα και ζωή. » Ήλθαν τα χελιδόνια.» « Ενόσω ζούσα 'πλάκωνε » Την Ήπειρο σκοτάδι, » Τον ουρανό της 'σκέπαζε » Σύγνεφο θολωμένο, » Και το φεγγάρι πρόβαλλε » Τη νύχτα 'ματωμένο, » Χειμώνας μαύρος ήμουνα, » Ήμουνα μαύρο βράδυ

Επέμενε ν' ακολουθή «τον παπά του» παντού, εις την πόλιν και την εξοχήν, εις χαράν και λύπην, εις ζωντανά και αποθαμένα. Ανέβησαν τον ανήφορον. Ο ήλιος άρχιζε να λυώνη τα χιόνια. Μικρός πολύρροχθος χείμαρρος εσχηματίζετο παντού όπου χαράδρα και μικρά κοιλάς. Μετ' ολίγον έφθασαν εις το καλύβι, όπου μία λεχώνα μήτηρ ποιμενίς έκλαιε το αγοράκι της, το οποίον δεν είχε προφθάσει να θηλάση.

Η εύμορφαις νησιώτισσαις και η νησοτοπούλαις πλύνουν, ασπρίζουν, τακτοποιούν, σαρόνουν του χωριδίου τους οικίσκους. Λάμπουν τα χιόνιατα βουνά της Ευβοίας τ' αντικρυνά. Η ψαροπούλαις έρχονται η μια κοντάτην άλλην. Αράζουν. Ησυχάζουν. Θ' αναπαυθούν. Θα κοιμηθούν. Οι χωρικοί, χαρούμενοι, εμβαίνουν εις την κώμην, να ξεκουρασθούν, να ξυρισθούν, να λουσθούν.

Σαν ο γόνος του μελισσιού που ρίχνει και φεύγει από το κρινί και σκαλώνει απανωτό στριμωμμένο στο πρώτο κλωνάρι του κλαριού που τυχαίνει μπροστά του και το κλωνάρι μαυρίζει ολόβολο, έτσι μαύρισαν τώρα τα κάτασπρα εκείνα κι αστραφτερά σα χιόνια μαρμαροσώρια, από τα πλήθη που κόλλησαν απανουθιό τους.

Με παρόμια αγάπης φροντίδα Τα μικρά του Ψαράκια μια ημέρα, Σέροντάς τα κοντά του το ψάρι Σα φιλόστοργη μάνα ορμηνεύει. Μον αυτά απ' ανήλικη γνώμη, Και παιδιά χωρίς πράξη καθόλου, Φρονιμάδας και γνώσης τα δίκεα Δεν ψηφάν· και σε γέλιο τα παίρουν. Ήταν τότε, που χιόνια και πάγοι Στα βουνά αναλάν και στης ράχαις. Πυκνωτά ροβολάν οχ τα ύψη, Και τα κάτω παντού πλημμυρίζουν.

Από του Νοεμβρίου μηνός, χωρίς σχεδόν να πνεύση νότος και να πέση βροχή, ήρχιζε να χιονίζη. Μόλις έπαυεν είς νιφετός και ήρχετο άλλος. Ενίοτε έπνεε ξηρός βορράς, σφίγγων έτι μάλλον τα χιόνια, τα οποία δεν έλυωναν εις τα βουνά. «Επερίμεναν άλλα».

Όταν μέσατα Γιάννινα, Θανάση, ο Οικονόμος Με χιόνια με τρισκότειδοτο σπήτι του Κροκίδα Κλεφτά σας εσυμάζονε. σ. 226

Λέξη Της Ημέρας

αργογλιστρά

Άλλοι Ψάχνουν