Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 5 Μαΐου 2025


Οι πιστοί είχον ακούσει ήδη πολλάκις την αφήγησιν του πάθους του Χριστού, αλλά δεν εχόρταινον να την ακούσουν και πάλιν. Ήξευραν, ότι η χαρά έμελλε να διαδεχθή την λύπην, αλλ' επειδή ο λαλών ήτο Απόστολος αυτόπτης, ησθάνοντο βαθυτέραν την εντύπωσιν.

Και χωρίς να πάρη το καπέλλο του έτρεξε στη σκάλα, την κατέβηκε γοργά και χάθηκε μέσα στον κήπο. Δεν πέρασε στιγμή και φάνηκε κάτω από μια καρποφορτωμένη μηλιά· Κρατούσε στα χέρια του την κόρη και την σήκωνε ψηλά για να του φτάση μήλα. Εκείνη έβαζε μικρά ξεφωνητά και γέλοια, πότε από χαρά και πότε από φόβο και σήκωνε τα χέρια με φανερή προσπάθεια, να φτάση το πιο καλόχυμο πωρικό.

Κι' αφίνοντάς τους έτσι αφτούς σακατεμένους χάμου, πήγαν και θρήνος έκαναν μες στο σωρό, σα χοίροι που λαγωνίκες άσκιαχτοι ορμούν και δοντοσκίζουν· 325 έτσι έστρεψαν και σκότωναν. Και με χαρά οι Αργίτες γλυτώσανε απ' τον Έχτορα και πήρανε μια ανάσα.

Αφού η λύπη είναι χαρά, και ο θάνατος είναι ζωή και ανάστασις, τότε και η συμφορά ευτυχία είναι και η νόσος υγίεια.

Μακάρι να μην πήγαινα σταγαπημένο μου το χωριό, μακάρι νάρχουμουν ίσια στο Μεσοβούνι! Θα μένανε στο νου μου γλυκές και καθάριες της νιότης οι θύμησες, που τις φύλαγα χρόνια και χρόνια μέσα στο νου μου στα ξένα, σαν ιερό φυλαχτήρι, σαν κλωνί δεντρολίβανο. Πήγαινα να λιγοθυμήσω, και το μύριζα, κι ανασταίνουμουν. Θαπέθνησκα δίχως εκείνο. Σαν πρωτογύρισα, είμουνα σαν τρελλός. Πετούσ' από τη χαρά μου.

Κι όποιος κοτάει να σηκώση απάνω του χέρι, με το αίμα του πρέπει να το πλερώνη». Κ' έτσι από εχτρός που ξεκίνησε κατάντησε φίλος και σύμμαχος. Και σαν πέθανε λίγο κατόπι στην Πόλη ο γέρος ο Γότθος, τέτοιες παράταξες του κάμανε, τέτοια μνημεία του στήσανε, που ο στρατός του το καταχάρηκε, κι από τη χαρά του έτρεξε και μπήκε σύσσωμος στο βασιλικό το στρατό.

Δες και συ τον κόσμο μια φορά καλό, μες 'στη μαύρη λύπη σκόρπισε χαρά, ήσυχο εμπρός σου κύτταξε γιαλό, άνοιξι, λουλούδια, κι' όχι συμφορά. Τους πενθίμους στίχους ξέσχισε και κάψε, άρχισε να πίνης κι' όλο να γελάς, πετακτά τραγούδια και αλέγρα γράψε, πες και συ πως πάει πρίμα η Ελλάς.

«Στο έμπα μου, έτρεξε πρώτος-πρώτος ο γέρικος σκύλλος του σπιτιού μου, ο Κοράκης, και ρίχτηκε, με τα μπροστινά του τα ποδάρια, απάνω στη σέλλα τ' αλόγου μου και με κάτι κουνήματα του κεφαλιού του, και με κάτι φωνές, που έβγαζε από το στόμα του, ήθελε ν' αποδείξη τη μεγάλη χαρά του, για τον ερχομό του ξενιτεμένου αφεντός του.

Και προς αυτόν απάντησεν ο συνετός Λαέρτης· 375 «Δία πατέρα, και Αθηνά, και Απόλλων·, αχ! με κείνο το στήθος, 'πού 'χα ότ' έρριξα τους πύργους της Νηρίκου. 'ς άκρη θαλάσσης, αρχηγός εγώ των Κεφαλλήνων, να ήμουν χθεςτο σπίτι μας κοντά σου αρματωμένος, πολεμιστής και τιμωρός των ασεβών μνηστήρων, 380 θα 'βλεπες πόσων απ' αυτούς τα γόνατα να λύω αρκετός ήμουν, και χαρά θα λάμβανε η ψυχή σου».

Αν μ' άνθη ο Απρίλης πια δε σε στολίζει, φουντώνει η φυλλωσιά σου δροσερή και τα βάθη σου ολόημερα γεμίζει πουλιών τραγούδι, μελισσιού βοή. Το ποτάμι μπροστά σου τρέχει λάλο, τ' ακρόκλωνα που γέρνεις σου φιλά, καταμόναχο χαίρεσαι, μεγάλο, τριγύρω σου της μέρας τη χαρά.

Λέξη Της Ημέρας

δυσαρμονικώς

Άλλοι Ψάχνουν