Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 5 Μαΐου 2025
— Άκουσε, Μανώλη, είπε μετά το δείπνον ο Σαϊτονικολής προς τον υιόν του· απόψε 'μίλησα με το Θωμά στη στράτα, κεσυβάσθηκε να σου δώση το Πηγιό. Για πε μου θες και συ να σε παντρέψωμε; Ο Μανώλης όχι μόνον δεν απήντησεν, αλλά και έσκυψε την κεφαλήν τόσον, ώστε να μη φανή η χαρά, ήτις εξήστραψεν εις τα μάτια του. — Δε μιλείς; του είπεν εκ νέου ο Σαϊτονικολής. Ο Μανώλης έσκυψεν ακόμα περισσότερον.
Άμα δε ήλθαμεν εις επαφήν με το νερόν, η χαρά και η ευφροσύνη μας ήτο μεγάλη• διεσκεδάσαμεν όπως ηδυνάμεθα και πεσόντες εις την θάλασσαν εκολυμβήσαμεν• διότι έτυχε να είνε γαλήνη και η θάλασσα ήτο ακύμαντος. Αλλά συμβαίνει πολλάκις το τέλος μιας δυστυχίας να γίνεται αρχή μεγαλειτέρων συμφορών.
Κ' έσβησαν όλα τα μάτια που σας αγναντέψανε, μα εσείς στεκόσαστε αυτού και δίνετ' ελπίδα για της ζωής τη χαρά στα μάτια που θα σβήσουν!
Ε! είμαστε πάτσι τώρα· πάτσι κι απαγάι δε λέω καλά; — Και να συλλογιστώ πως δυο λεφτά πριν τους κακογλωσσίζαμε. — Σουτ! σκασμός μη σ' ακούσουνε! Το κεφάλι μου βάνω πως κάτι καλό θα βγάλη το κίνημα τους. Ήμαρτον, Θε μου, μη μας συνεριστής. Κλαίγανε κ' οι δυο τους από χαρά. Μα στην ίδια θέση βρισκότανε κ' η Ελπίδα.
Κι έξαφνα σα να χύνουνταν καμιά ανεπάντυχη χαρά, άλλαξε ο σκοπός, αλλά το ίδιο κομμάτι με την ίδια ψυχή και τον ίδιο πόνο.
Ενεδύθην, ητοιμάσθην, και ανέμενα. Και ήμουν όλος χαρά, αναλογιζόμενος την ιεράν, την θείαν, την ανεκλάλητον απόλαυσιν: «Όρθρου βαθέος. Οι πολυέλαιοι κατάφωτοι. — Το φως αναδίδει ιδιαιτέραν λάμψιν καιόμενον την νύκτα. Ο ναός απαστράπτων.
Ε λ έ ν η. Σκηνή Ε'. Ελένη και Κώστας. Η μαμά, τα κορίτσια δεν κατέβηκαν ακόμη; Ε λ έ ν η. Ούτε καλή μέρα, δεν μου είπες. Πώς άλλαξες, καϋμένε Κώστα. Άλλοτε, όταν μ' εύρισκες μόνη έκανες σαν τρελλός από χαρά. Και τώρα που έχω μάλιστα και τόσα νέα να σου πω. Κ ώ σ τ α ς. Ενόμιζα ότι τα νέα σου θα τάλεγες τώρα εις άλλον. Και ότι ημείς δεν έχομεν τίποτε να πούμεν.
Κι α μώρθη, γυιέ μου, θάνατος, κι α μώρθη, γυιέ μου, αρρώστια, Κι αν τύχη πίκρα για χαρά, ποιος θα μου τηνε φέρη;„ Το Θιό της έβαλ' εγγυτή και τους Αγιούς Μαρτύρους, Αν τύχη κ' έρθη θάνατος, αν τύχη κ' έρθη αρρώστια, Κι αν έρθη πίκρα για χαρά, να πάη να τηνε φέρη.
Μόνον ο δημογραμματεύς, νεανίας τετραπέρατος, γεννηθείς, ως λέγεται, με την πένναν εις το χέρι, υπενόησε κάτι τι έκτακτον εις την άτακτον εκείνην φυγήν του κυρ-Δημάκη και ως προσπαίζων προς αυτόν είπε ποτε εν τη αγορά: — Μια λαδιά — μια χαρά — τα κατάφερες, κυρ-Δμάκη! Αλλ' ο κυρ-Δημάκης κατανοήσας το πνεύμα της παρατηρήσεως αυτής, απήντησε προχείρως: — Κάμε με Θεό, να σε κάμω πλούσιο!
Η χαρά του είτανε να καθίζη με τους ναύτες και να τους δηγάται το τέλος του Κωσταντίνου. Κ' ύστερα ύστερα τους έλεγε και την προφητεία του, πως θα ξαναφυτρώση ο Κωσταντίνος. Σ' ένα απ' αυτά τα ταξίδια, έτυχε να είναι μαζί του κ' ένας από τα Ψαρά, — Καραθανάση τον έλεγαν. Και δεν είτανε ναύτης, είταν ταξιδιώτης από τη Σάμο για τα Ψαρά.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν