Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 16 Σεπτεμβρίου 2025
ΔΩΡ. Όσα μπορεί να δώση ένας φτωχός ναύτης, άνθρωπος μισθωτός. Τώρα όμως που επροβιβάστηκα κι' έγεινα τοίχαρχος του δεξιού, δεν κάνεις καλά να με περιφρονής.
Βλέπω, έλεγε, πως από αυτουνούς δεν ευρέθη κανείς κατά την γνώμην μου· θέλω να δοκιμάσω και όλους τους λοιπούς του παλατίου μου, μικρούς τε και μεγάλους· έλαβεν αυτήν την υπομονήν εις το να εξετάση ένα προς ένα, και του έδωκαν και αυτοί την απόκρισιν που του έδωκαν και οι πρώτοι, πως κανείς δεν ήτον χωρίς βάσανον· ποίος εκλαίονταν από την γυναίκα του, ποίος από τα παιδιά του, ποίος πως ήτον φτωχός, ποίος πλούσιος και δεν είχε την υγείαν του, και όλοι είχαν τον πόνον τους.
Πολύν καιρό σε υπηρέτησα πιστά και τίμια, χωρίς κέρδος κανένα: ποιος φτωχός ή ποιος ορφανός ή ποια γρηά γυναίκα θα μούδινε μια πεντάρα για όλη την αυλαρχεία που κράτησα στη ζωή μου; Για αμοιβή, κάνε μου, Μεγαλειότατε, τη χάρι να λύπηθής τη Βασίλισσα. Θέλεις ζωντανή να την κάψης, χωρίς δίκη. Είναι άδικο πράγμα, αφού δεν αναγνωρίζει το έγκλημα για το οποίο την κατηγορείς.
— Εγώ είμαι φτωχός άνθρωπος, επανέλαβεν ο Τρέκλας. Ο ανωτέρω διάλογος εποικίλλετο υπό των υλακών του Χόμο, όστις δεν έδειξε δειλίαν εις την περίστασιν ταύτην. Ως εννοεί ο αναγνώστης, το δύσκολον της συνεννοήσεως των δύο τούτων ανθρώπων προήλθεν εκ του αμοιβαίου φόβου, ον είχον προς αλλήλους. Ο μεν ξένος εφοβείτο υπέρ του σκοπού του, ο δε Τρέκλας υπέρ του δέρματός του.
Όχι ακόμα, προτού στο κορμί μου τυλιχτώ με το ρούχο μου αυτό• γιατί σκούφο δεν πήρα μαζί μου ο φτωχός, για να μη μουσκευτώ.
Αν ήτο δυνατόν να προκόψη κανένας! έλεγεν αγανακτών ο Μιστόκλης. Αμυδρώς ενθυμείτο ότι τον είδε, τον φοβερόν Γέροντα, άγριον ως λύκον και όταν η γυναίκα του εγέννησε το πρώτον τέκνον των· και τω εφάνη ότι και τότε είπεν εις τον Μιστόκλην ο Γέρων. — Όπου φτωχός και η μοίρα του!
Τώρα είναι πλήρης ανθέων, τα οποία φαίνονται ως εάν ανέβλυσαν πολυπληθή εκ του τάφου εκείνου και διεχύθησαν ολίγον κατ' ολίγον μέχρι των απωτάτων γωνιών του κήπου. — Όλα τα καλλιεργεί ο φτωχός ο Κιαμήλης! εψιθύρισεν η μήτηρ μου θλιβερώς. Αι τρίχες μου ηνωρθώθησαν εκ νέου.
Εκατέβαινε φτωχός και ανέβαινε πλούσιος. Ο πατέρας σου όμως το ίδιο. Ήταν ο ατυχώτερος εκείνη τη χρονιά. Μόλις έφτανε κάτω, έφευγε νομίζεις το σφουγγάρι από τα μάτια του. Εκαθόταν ώρες, έφερνε γύρα παντού, εψαχούλευε και τα θαλάμια ακόμη ως που τον ανέβαζαν με τη βία. Με όλη του όμως την επιμονή δεν εκατόρθωνε να ρίξη στο δίχτυ παρά καμμιά κιμούχα, κανένα σφόγγο.
Έτσ' αγαπούν καμμιά βολά τυφλά και δίχως γνώσει Και χάνεται ο δόλιος νιος και χάνεται κ' η κόρη. Τ' είνε του κόσμου απάτητο σημερινό ζακόνι, Βασιλοπούλα ο βασιλιάς, φτωχιά ο φτωχός να παίρνη. Και πάνε κείνα, πέρασαν αντάμα με τα χρόνια, Τα παραμύθια τα χρυσά που μολογούνε οι γέροι, Πώπαιρνε ο ρήγας βόσκισσα κι' ο χτίστης ρηγοπούλα. Κι' ο Λάμπρος κάποτ' ένοιωθε τ' άπρεπο του καϊμού του.
Είμαι ένας φτωχός υπηρέτης, ναι, αλλά είμαι τάφος. Εάν δεχτείτε, ο ντον Πρέντου θα στείλει τον παπά να κάνει την πρόταση, ή όποιον θέλετε εσείς…» Η Νοέμι πέταξε κάτω τον κακοποιημένο πανσέ και έπιασε ξανά το ράψιμο. Έμοιαζε ήρεμη. «Εάν ο Πρέντου θέλει να γελάσει, ας γελάσει∙ δε μ’ ενδιαφέρει.» «Ντόνα Νοέμι!» «Ναι, ναι! Δεν λέω ότι δεν είναι σοβαρή η πρόταση, βέβαια, αλλιώς δεν θα ήσουν εδώ.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν