Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 16 Σεπτεμβρίου 2025


Γιατί να μην είνε κι' αυτός άξιος; δεν ήβλεπένε πώς ξέρει και ζη ο κόσμος; Και τον εγρίνιαζε, τον εμουρμούριζε αδιάκοπα! Εκείνος όμως εκατάπινε με υπομονή και χωρίς να δείχνη τη δυσαρέσκεια και την πίκρα που εδοκίμαζε. Υπόφερε πολύ ο φτωχός και μάλιστα που δεν εννοούσε να μιλήση, να ξεθυμάνη.

Μα πώς θα χαθούν τόσες ψυχές, πώς θα κλείσουν τόσα σπίτια, πώς θα πεινάσουν τόσα στόματα, πώς θα καταντήση ένας χοντρονοικοκύρης φτωχός, πώς θα χαθή ένα όμορφο πλεούμενο δε σε μέλει. Καρφί δε σου καίγεται! Καλά το λοιπόν κάμε ό,τι δύνασαι· θα κάμω κ' εγώ ό,τι μπορώ.

Τον άνθρωπον τούτον ήκουσα μίαν ημέραν να λέγη: «Εν όσω ήμουν φτωχός, ο κόσμος έλεγεν: «Ο Σπύρος είνε τρελλός. — Τώρα που έκαμα περιουσίαν, ο κόσμος λέγει: — Ο κυρ Σπύρος είνε νευρικός». Τους λόγους τούτους του κυρ Σπύρου ενθυμούμαι οσάκις βλέπω πουθενά ή ακούω να γίνεται λόγος περί κλεπτομανίας. Όταν κλέψη πτωχός, είνε κλέπτης· όταν κλέψη πλούσιος, πάσχει από κλεπτομανίαν.

ΒΛΕΠΥΡΟΣ Όχι, για όνομα θεού! αυτό να μη το κάνετε, γιατί με δίχως ψέματα της πείνας θα πεθάνετε. ΧΟΡΟΣ Άφησε τη γυναίκα σου, ώ άνδρα, να μιλήση. ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Ούτε κανείς το γείτονα στο μέλλον θα φθονήση, κι' ο ένας δεν Θάνε γυμνός, κι' ο άλλος δεν θα κλέβη, ούτε φτωχός θα βρίσκεται, ούτε θα κοροϊδεύη κανένας, κι' ούτ' ενέχυρα θα βάζουνε συνάμα. ΒΛΕΠΥΡΟΣ Εάν δεν είνε ψέμματα, είνε μεγάλο πράμα.

Αφού έλεγε κατά κόρον ότι ήτο πτωχός, ίσως επεθύμει να κερδήση χρήματα. — Είσαι πτωχός, είπες; — Φτωχός... καθώς ο διάβολος, εψέλλισεν ο Τρέκλας. — Και θέλεις χρήματα; — Χρήματα; Ποιος τα έχασε; — Ορκίσου ένα πράγμα. — Τι; — Ότι δεν με είδες εκεί, είπεν αύθις μυστηριωδώς ο ξένος, και ότι δεν είσαι βαλμένος να μου πης ψέμματα.

Ο κόπος φέρει Με πλούσιο χέρι 645 Ό,τι συμφέρει Να ευτυχάη· Δεν είναι ο τόπος, Δεν είναι ο τρόπος, Μον είν' ο κόπος, Ο θησαυρός. Φτωχός μετριέται, Ταλαιπωριέται, Καταφρονιέται, Ο οκνηρός· 650 Τ ι μ ή, Φ ω τ ι ά, και Ν ε ρ ό. Συμφώνησαν παλιόν καιρό Τιμή Φωτιά, και το Νερό Μαζί να συντροφέψουν, Και τύχη να γυρέψουν·

Φτωχός μετριέται, Ταλαιπωριέται, Καταφρονιέται, Ο οκνηρός. Συμφώνησαν παλιόν καιρό Τιμή, Φωτιά, και το Νερό Μαζί να συντροφέψουν, Και τύχη να γυρέψουν· Στο δρόμο τους που περπατάν, Ένας τον άλλον ερωτάν· Αν λάχη και χαθούμε, Πως να ανταμοθούμε; Με χάσεταν, λέει η Φωτιά, Ρίξτε τριγύρω μια ματιά, Κι' οπού καπνό να ιδήτε, Ελάτε να με βρήτε.

Για σένα πολεμώ και δουλέβω. Φτωχός είμουν και μ' έκαμες πλούσιο, γιατί δικό μου τίποτις δεν έχω· δυο πράματα μόνο γύρεβα στον κόσμο, μια γλώσσα και λίγη ποίηση. Τη γλώσσα την πήρα από το στόμα του λαού· την ποίησή μου από σένα την πήρα. Την ποίησή μου από σένα την πήρα και του κάκου παραπονιούμαι. Θυμάσαι, ψυχή μου, θυμάσαι; Έξη χρόνια τώρα και παραπάνω!

Άξαφνα άρχισε να γελάη μοναχός του: «Για κύττα! είπε. Ένας πλούσιος κ' ένας φτωχός!...» Ο ήλιος πύρωνε από ψηλά και τους τρεις! Τον πλούσιο, τον φτωχό και τον φιλόσοφο. Στις όχθες ενός μακρυνού ποταμού, πέρα και πέρα από τις χώρες των ανθρώπων, βασίλευε πάντα η μεγάλη και αγνώριστη χαράέτσι λέει ένα παλαιό παραμύθι.

Λέξη Της Ημέρας

ορέων·

Άλλοι Ψάχνουν