Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 23 Ιουνίου 2025


Η Μπάλκω τότε εξεσκέπασε το πρόσωπόν της και είπεν· εγώ ακούοντάς από πολλούς την φήμην του ονόματός σου, και πως είσαι ένας ευγενικός άνθρωπος και ένδοξος, επεθύμησα να έλθω να δειπνήσω με του λόγου σου. Ο Αμπτούλ με όλον που ήτον διαφορετικός με τες γυναίκες, αυτή όμως του άναψε πολλά την φλόγα του έρωτος, και άρχισε να δείχνη πολλήν κλίσιν προς αυτήν.

Αυτούτην φλόγα της αγάπης μέσα υπάρχει κάτι ωσάν φτίλ' ή ωσάν στουππί, που την χωνεύει· πράγματην ίδιαν στάσιν του καλού δεν μένει, διότι το καλό, 'ς την κορυφήν του αν φθάση, απ' την υπερβολήν του πρέπει ν' αποθάνη.

Τυφλή και μανιωμένη Τον εκοιλούσε η Λιαπουριά. — Κεχρί παραδομένοτα δόντια του νερόμυλου, τριμμόψυχα ριμμένη Μεςτο λαρύγκι ενός θεριού, προσάναμμα, αποκλάδι, Χλωροκομμένο φρύγανο, που τώβοσκεν η φλόγα, Ολόγυρά του εκύτταζε, σαν νάθελεν ακόμα Να καταπιή με μια ματιά, να κρύψητην ψυχή του Την έρμη την πατρίδα του κ' εκείτον άλλον κόσμο Να τήνε πάρη συντροφιά. — Επέρασε απ' το νου του Φτωχή, κακογεράματη κ’ η δύστυχή του η μάνα Μην έρθη ώρα για ψωμί το χέρι της ν' απλώση, Και μην πεθάνη νηστική.

Άμοιρη, πούν' ο νους σου; Σιχαμερή είμαι τάχα εγώ και περιγέλιο μ' έχεις; Σκόρπα και λέγε αυτά: «σκορπώ τα κόκκαλα του Δέλφι». Φέρε τον, σουσουράδα μου, τον άντρα μου στο σπίτι. Ο Δέλφις μου με πίκρανε· δάφνη γι' αυτόν θα κάψω· κι όπως η δάφνη στη φωτιά κροταλιστά θα σκάση και θε ν' ανάψη στη στιγμή και στάχτη δε θ' αφήση έτσι κι ο Δέλφις να καή στου πόθου μου τη φλόγα.

Εθεώρησε τον ενώπιόν του δεσμώτην ως αθώον και υψίφρονα ονειροπόλον, τίποτε περισσότερον, Και αφήσας τον Ιησούν εκεί, εξήλθε πάλιν προς τους Ιουδαίους, και απήγγειλε την πρώτην εμφαντικήν και ανενδοίαστον αθώωσιν: «Εγώ ουδεμίαν ευρίσκω εν Αυτώ αιτίαν». Αλλ' η δημοσία και αποφασιστική αύτη απόλυσις μόνον ανερρίπισε την μανίαν των εχθρών Εκείνου εις αγριωτέραν ακόμη φλόγα.

Η ανάμνηση αυτή με κλόνισε και κοίταξα μηχανικά απάνω προς το παράθυρο, αν κ' ήξερα καλά πως δε θα έστεκε κει κανείς να με περιμένη. Τότε μου ήρθε η σκέψη: Περσότερο από ενάμιση χρόνο τώρα την περιμένεις να πεθάνη και την έχεις κλάψει, σα να είτανε νεκρή. Τώρα δεν μπορείς πια να αιστάνεσαι τίποτε. Ο πόνος έχει λιώσει μόνος του, έσβησε μέσα στην ίδια του τη φλόγα κ' έμεινε μόνο η στάχτη».

Επαναλάμβανεν ο κυρ-Δημάκης, ευαρεστών εις εαυτόν, εξαπλωθείς μεγαλόσωμος επί μικρού ξηρού σοφά, εγγύς εστίας αναδιδούσης θερμοτάτην φλόγα, ήτις εφώτιζε φαιδρώς μέγαν Εσταυρωμένον εκεί καί τινα βιβλία.

Μούρχεται έτσι να πάρω ένα δρόμο, να πηγαίνω, να πηγαίνω, και να μη σώνεται. Ν' ανεβαίνω και να κατεβαίνω βουνά, ποτάμια να διαβαίνω για να τη σβύσω τη φλόγα μου, σε μαύρες ερημιές να πλανιέμαι και να τρομάζουνε με τους στεναγμούς μου ταγρίμια. Να φεύγουν ταγρίμια, και γω να στενάζω μονάχος, πάντα μονάχος . . . Αρετούλα μου, Αρετούλα, μην το κάμης αυτό το κακό!

Ούτω επλανώντο επί δύο ολοκλήρους μήνας, παρακολουθούντες ως οι κόρακες τα ίχνη των στρατευμάτων, ίνα θερμανθώσιν εις την φλόγα ημισβέστου πυράς ή γλείψωσι τα κόκκαλα εγκαταλειφθείσης τραπέζης.

Είχε καρδιά ή δεν είχε, είταν πεπρωμένο η φλόγα αφτή να την αγγίξη, γιατί αγάπη τέτοια δε στάθηκε στον κόσμο ποτές και ποιος μπορεί να ξεφύγη, όταν αγαπάς με τόση ζάλη, με τόση ορμή; Είταν αδύνατο η Λέλα να μείνη αδιάφορη και κρύα, να περπατή με το μαλακό της το χαμογέλοιο, κι όταν την αντάμωνα, ήσυχα να διαβαίνη και μόλις να με βλέπη.

Λέξη Της Ημέρας

συγκατάνευσε

Άλλοι Ψάχνουν