Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 23 Ιουνίου 2025


Έκατσα χαμηλά και αρπάχθηκα σ' ένα ρίζωμα μήπως με σύρουν. Και είδα άξαφνα τους ρόζους τους κλειστούς να γλαυκοπαίζουν μάτια αράπικα και να χύνεται αστρίτης η φλόγα επάνω μου.

ΙΩΝ Με τι δαυλιά, ή τάχα με ποια φωτιά και φλόγα; ΚΡΕΟΥΣΑ θα μου 'παιρνες με βία το σπίτι, τα καλά μου. ΙΩΝ Το μέλλον εφοβόσουν κ' ήθελες να πεθάνω; ΚΡΕΟΥΣΑ Για να χαθής συ πρώτος, πριν να χαθώ εγώ. ΙΩΝ Φθονείς που είσαι στείρα κι' ο Ξούθος βρήκ' εμένα. ΚΡΕΟΥΣΑ Και πως εσύ θαρπάξης τα σπίτια των ατέκνων; ΙΩΝ Μου δίνει ο πατέρας τη γη που έχει αποκτήση.

Φύγε, φύγε τον κίνδυνον, Διά τον Σταυρόν 'που πλύνεις Με τ' αίμα σου· διά τ' όνομα Της ιεράς των τέκνων σου Ελευθερίας. Έως σήμερον σε ωφέλησαν Του νοός η θεόπνευστος Φλόγα, και τα μεγάλα, Ανέλπιστα, αναρίθμητα Έργα, και η δύναμις. Αλλ' έφθασεν η ημέρα Κινδύνου· η δοξασμένη Δάφνη της κεφαλής σου Τρέμει· κ' ο εχθρός προσέχει Να την αρπάξη.

Αλλά απάνω στη φλόγα του πυρετού, ακατάπαυστα η επιθυμία, σαν μανιασμένο άλογο τον έσπρωχνε κατά τους πύργους τους καλοφτιαγμένους όπου βρισκότανε κλεισμένη η Βασίλισσα: άλογο και καβαλάρης τσακιζόντανε στους πέτρινους τοίχους. Άλογο και καβαλάρης σηκωνόντανε αμέσως και ξανάρχιζαν τον ίδιο καλπασμό.

Εκραύγασεν ολίγον ωργισμένος ο Κομποδήμος· και εκένωσεν άλλο ποτήριον, σπογγίζων με την χείρα τους μύστακάς του κατόπιν, διότι είχε πληρωθή φαίνεται ο στόμαχός του ο λαίμαργος και εχύνετο πλέον και απέξω το ευφρόσυνον ποτόν, το οποίον έλαμπεν εν τω ποτηρίω εκεί εις την φλόγα της πυράς ως απόσταγμα βυσσίνων. — Να σ' πω όμως, κολλήγα. Είμαι και ασφαλισμένος, Μη κυττάζης.

Ο Μιλέζος με το κεφάλι γερμένο δεξιά ανακάτεψε σκεφτικός τα χαρτιά κοιτάζοντας πότε τον ένα πότε τον άλλο από τους συντρόφους του. «Στα πόσα η μίζα;» «Πενήντα λιρέτες», απάντησε ο Τζατσίντο. Έβγαλε το χαρτονόμισμα της τοκογλύφου. Έχασε. Πάνω στο μαύρο λυχνάρι η μικρή γαλαζωπή φλόγα, ακίνητη έμοιαζε με το φεγγάρι πάνω από τα ερείπια του πύργου. Κεφάλαιο ένατο

Τα δάκρυά της σβύσανε τη φλόγα του κι' ο Πέτρος έγινε κρύος σαν το μάρμαρο. Η Μαρία τον έσφιξε στην αγκαλιά της και τα χείλια της σαλέψανε μ' ένα παράπονο, που δε στάθηκε παρόμοιο στη γη. Και του είπε, κυττάζοντας τα βασιλεμένα μάτια του: — Αλλοίμονο! γλυκέ μου. Πόσο μοιάζω κ' εγώ με το σκοτεινό περιπλοκάδι του κισσού, που αγκαλιάζει το κρύο το μάρμαρο.

Ο άσχημος άνθρωπος δεν μπόρεσε να βαστάξη στη φλόγα της αγάπης. Τον έκαιγε μέρα και νύκτα. Και όσο περνούσανε μέρες, από την πίκρα και τον καϋμό του γινότανε ολοένα ασχημότερος. Οι διαβάτες δεν τον κυττάζανε πια. Γυρίζανε το κεφάλι τους με τρομάρα. Τα σκυλιά τον γαυγίζανε από μακρυά.

Η Μαργαρώ αίφνης τρομάξασα έρριψε το χοίρειον κρέας επί της ανθρακιάς, ήτις εξαφθείσα απετέλεσεν εκ του ριφθέντος ούτως εντός αυτής αλείμματος υπερβάλλουσαν φλόγα, κατακαλύψασαν όλην την εστίαν μετά της σούβλας και του κρέατος. Η Μαργαρώ έμεινε με κενάς τας χείρας. — Πάει! το πήρε το κρέας ο Σκαλικάτζαρος! Τι απρόσεχτη που είσαι!

Σεις δε, νεανίδες, υμνήσατε την Άρτεμιν, την κόρην του Διός, τελούμενης της θυσίας μου, ίν' ακούση τον ύμνον σας όλον το ελληνικόν στρατόπεδον εις ευτυχίαν του. Ας φέρουν τα ιερά κάνιστρα, ας ρίψουν εις το πυρ της θυσίας τον καθαρτήριον σίτον, ίν' αναδώση την φλόγα ο βωμός, ο δε πατήρ μου ας επιθέση την δεξιάν του χείρα επί του βωμού. Έρχομαι να δώσω σωτηρίαν και νίκην εις τους Έλληνας.

Λέξη Της Ημέρας

συγκατάνευσε

Άλλοι Ψάχνουν