Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 23 Ιουνίου 2025
Η γλυκυτάτη σου μορφή, μου είπε, με έκαμε να σε αγαπήσω από την πρώτην ώραν που σε είδα, και είμαι τόσον φερμένος δι' εσένα που καταλαβαίνω, ότι δεν ημπορώ να ζήσω χωρίς την αντάμωσίν σου· μα όσον μεγάλη και ζωντανή είνε η φλόγα που με ανάπτει, μη στοχασθής ποτέ ότι θα σε δεξιωθώ ωσάν μίαν σκλάβαν, μα επιθυμώ να σε λάβω γυναίκα μου, διά να σε βάλω εις τον θρόνον της Θέμπας.
Θαρρείς, πως οι Ευρωπαίοι σας έχουν γάλα στις φλέβες τους· βιτριόλι, φλόγα τρέχει στις φλέβες των κατοίκων του Άτλαντος και των γειτονικών μερών. Πολεμήσανε με τη μανία των λιονταριών, των τίγρηδων, των φειδιών της χώρας τους, για το ποιος θα μας πάρη.
Φλόγα τότε έβαλε άσπλαχνη στα ξύλα να φουντώσουν, κι' αχ ξεφωνώντας έκραξε το λατρεμένο βλάμη «Τώρα άμε κάτου, αδέρφι μου, και πια θεός μαζί σου! τι κάθε τάμα πούταξα σου τόχω κανωμένα. 180 Να, δώδεκα αρχοντόπουλα μαζί σου των οχτρώνε τα τρων οι φλόγες όλα τους. Όμως τον Έχτορα όχι! δε θαν τον δώκω της φωτιάς, μον σκύλοι θαν τον φάνε.» 183
— Αυτό είναι καλό! . . . είπεν αυτός. «Ακόμη δεν έχω δοκιμάσει κρασί σαν αυτό, που ζεσταίνει σαν φωτιά!» Τα μάτια του ακτινοβολούσαν. Ζωή, φλόγα καυστική τον επλήρωσε, κάθε μέριμνα, κάθε στενοχώρια εξητμίζετο· η παφλάζουσα, σφριγώσα ανθρωπίνη φύσις συνεταράσσετο και εκινείτο μέσα του. — Μα είναι η Αννέετα! . . . εφώναξε· «δώσε μου ένα φιλί!»
'Σ την στεριάν, 'ς τα νησία Καλήτερα μίαν φλόγα Να ιδώ παντού χυμένην, Τρώγουσαν πόλεις, δάση, Λαούς και ελπίδας· Καλήτερα, καλήτερα Διασκορπισμένοι οι Έλληνες Να τρέχωσι τον κόσμον, Με εξαπλωμένην χείρα Ψωμοζητούντες· Παρά προστάτας νάχωμεν. 'Μέ ποτέ δεν εθάμβωσαν Πλούτη ή μεγάλα ονόματα, 'Μέ ποτέ δεν εθάμβωσαν Σκήπτρων ακτίνες.
Κι' άσπροι απ' τη σκόνη οι Τρώιδες, κατάστεγνοι της δίψας, 540 ίσα για τ' αψηλό τειχί και για την Τριά οχ τον κάμπο φέβγανε, ενώ με τ' όπλο εκιός λες σα θεριό ακλουθούσε, και λύσσας φλόγα ανήμερης τούχε η ψυχή να σφάξει. Τότες πια τ' Άργους τα παιδιά το κάστρο θα πατούσαν αν το λεβέντη Αγήνορα δεν πύρωνε ο Απόλλος, 545 γιο τ' Αντηνόρου, αδείλιαστο πανώριο παλικάρι.
Έβλεπε πάλι τον εαυτό της επάνω στο χοντροκαμωμένο μπαλκόνι του παπά, εκεί κάτω στην εκκλησία του Ριμέντιο. Στην αυλή θέριευε η φλόγα και το πανηγύρι οργίαζε.
Και πήγανε στο βουνό. . κ' εκεί την ξαναφίλησε ο Νίκος πολλές φορές στο στόμα κι αυτή τονέ φίλησε στα πράσινα του μάτια- Αποκοιμήθηκε- Στον ύπνο τον ο Νίκος παραμιλούσε: δυο-τρεις φορές φώναξε την Λιόλια . . . Τo καντήλι κουράστηκε πια να φέγγη και να θλίβεται. . άρχισε να πετάη σπίθες με κρότο, να ρίχνη τη φλόγα του με το μελανό το μάτι αψηλά και να την τραβάη πίσω: ίδιο στήθος σε θανάσιμη αγωνία που του στερεύει η ανάσα και μ'ένα τσιριχτό ανάλαφρο, έσβησε Πώς δεν πέθανε αυτήν τη νύχτα η Βεργινία!
Τα λόγια αυτά της μάνας μου μ' άναψαν μέσ' 'ςτά στήθηα Άσβεστη φλόγα, κ' έλεγα πότε να μεγαλώσω Τα κλέφτικα τα άρματα 'ς τη μέση μου να ζώσω, Να πάω να ζήσω 'ς τα βουνά, μ' αγρίμια να φωλιάζω, Με τ' άλλα τα κλεφτόπουλα να πολεμώ να σφάζω.
Της εφανέρωσεν ευθύς την αγάπην του και βεβαιωμένος ότι δεν εύρισκε καιρόν αρμοδιώτερον διά να δείξη το πάθος του και τον έρωτά του έπεσεν εις τους πόδας της Ρεσπίνας, και με τα πλέον ερωτικά λόγια την εξώρκιζε διά να του ανταποκριθή εις την φλόγα που αυτός αγροικούσε.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν