Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 23 Ιουνίου 2025
Εάν όμως μείνη αγύμναστος και άτονος και δεν έχη αποταμίευμα αρκετόν, τότε ευκόλως βλάπτεται και καταμαραίνεται υπό των κόπων, όπως συμβαίνει εις την φωτιάν και εις τον λύχνον• με το φύσημα δύνασαι να αναζωπυρήσης την φωτιάν και να την κάμης να αναδώση φλόγας• αλλ' αν φυσήσης λύχνον όστις δεν έχει αρκετόν έλαιον, το οποίον να δίδη εις την φλόγα δύναμιν αντιστάσεως, ο λύχνος θα σβύση.
Οι λοιποί, μείναντες επάνω, ησχολούντο ν' ανανεώσιν ολονέν την φλόγα, μη παύοντες να ρίπτωσι ξηρά κλαδία εις το πυρ.
Ο δε πιεζόμενος αήρ εισχωρών διά του αυλού μέχρι του λέβητος, πού ήτο γεμάτος αναμμένα κάρβουνα, θείον και πίσσαν, τοιαύτην φλόγα ανέδωκεν, ώστε ήναψεν η ξυλεία του τείχους και κανείς δεν ηδύνατο να μείνη εκεί πλησίον. Εγκαταλιπόντες λοιπόν αυτό οι πολιορκούμενοι ετράπησαν εις φυγήν και τοιουτοτρόπως εκυριεύθη υπό των πολεμίων.
Του Έρωτα η φλόγα Είναι παντού χυμένη, Κι η φύση ερωτεμένη Τον έρωτα αντηχάει, Ω τρυφερώτατ’ Έρωτα Της φύσης όλης πάθος, Θνητός δεν έχει λάθος Εσέ να προσκυνή. Φιλόπονο Μελίσσι, Που σ' έκαμεν η φύση Το μέλι να τρυγάς, Το μέλι, που γυρεύεις, Μη κόπους εξοδεύεις Να πας ν' ανθολογάς.
Πώς παίρνει σβάρνα λαγκαδιές βαθιές φωτιά μεγάλη 490 σ' όρος ξερό και καίγουνται τα πεφκοπλήθια δάση, και φλόγα ο άνεμος παντού σκορπάει στριφοκλωθώντας· έτσι ξοπίσω απ' τους οχτρούς σα λάμια λες με τ' όπλο χοιμούσε σκότωνε, κι' η γης κατέβαζε αίμα μάβρο.
Τ' Άγραφα που τον γέννησαν ομοιάζει το κορμί του, Και την κορφή του Πίνδου μου η άσπρη κεφαλή του, Κρατεί 'ς το χέρι του δαυλί με φλόγα.
Μα ενόσω αφτή στον Έλυμπο την πάγαιναν τα πόδια, αφτή την ώρα οι Δαναοί μ' αχό δαιμονισμένο κυνηγητοί απ' τον Έχτορα τον αντροφάγο φτάνουν τρεχάτοι ως στον Ελλήσποντο κι' ως στο καραβοστάσι. 150 Μηδ' ήθε σύρουν το νεκρό ως όξω οχ την αντάρα, τι πάλι τους ξανάφτασαν πεζοί κι' αμαξωμένοι κι' ο Έχτορας που θάχε λες αντριά άπιαστη σα φλόγα.
Το λυχνάρι άναβε επάνω στο παλιό κάθισμα και έμοιαζε η μικρή του φλόγα να κρατά θλιμμένη συντροφιά στην ντόνα Ρουθ που καθόταν ακόμη ακίνητη με το κεφάλι ακουμπισμένο στη ράχη της καρέκλας και τα χέρια εγκαταλειμμένα, το ένα από εδώ και το άλλο από εκεί, και τις αρθρώσεις τους επάνω στο ξύλο. Το μισό της πρόσωπο ήταν φωτισμένο, χλωμό και το άλλο μισό ήταν στη σκιά, σκοτεινό.
Αφού είδε πως ο Άδμητος είχε νεκρόν στο σπίτι, αυτός εν τούτοις τόλμησε ναρθή να καταλύση. Έπειτα δεν τον έφθασαν εκείνα που του πήγα να φάη, αλλ' εζήτησε και άλλα να του φέρω. Επήρε εις το χέρι του το ξύλινο ποτήρι και ήρχισε μαύρο κρασί να πίνη ως που η φλόγα επότισε το σώμα του και τώκαμε καμίνι. Τότε με μύρτα εστόλισεν αμέσως το κεφάλι και ήρχισε να τραγουδή σαν σκύλλος που ουρλιάζει.
Έμεινε λοιπόν αυτή πολλά ευχαριστημένη εις το να ακούση τον Κουλούφ ότι αυτή υπερέβαινεν εις την ευμορφιάν την αγαπητικήν του Βασιλέως, και τούτος ο έπαινος την έκαμε πλέον ζωντανήν και χαροποιάν· όθεν τον καιρόν του δείπνου είπε πολλά πράγματα νόστιμα, και ετελείωσε με το πνεύμα της εις το να ανάψη του Κουλούφ την φλόγα του έρωτος προς αυτήν.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν