Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 23 Ιουνίου 2025


ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ Αλοίμονον! πώς είσαι συ, 'πούτο άδειο τα μάτια προσηλόνεις, και με τον άυλον αέρα λόγους έχεις; Άγριο το πνεύμα σουτα μάτια σου προβάλλει, και ως στρατιώταιςτον ύπνον, αν βοή πολέμου τους εξαφνίση, ομοίως και τα πλαγιασμένα μαλλιά σου, ωσάν ζωήν τα εκφύματα να είχαν, ορθά πετιούνται· Αμλέτ', ευγενικό παιδί μου, μέσατης ταραχής την φλόγα, οπού σε καίει, ράνε ψυχρήν υπομονήν.

Θεοί κι' εμάς μας παραστέκουν. 440 Μον πάμε τώρα το φιλί στο στρώμα να χαρούμε· τι τέτια φλόγα στην καρδιά δεν ένιωσα ποτές μου, μήτ' όταν πρώτα σ' άρπαξα απ' την πανώρια Σπάρτη και με τα πελαγόδρομα ταξίδεβα καράβια και στην Κρανιά εκεί σ' έσφιξα στην αγκαλιά, όσο τώρα 445 σε λαχταράω κι' αποθυμιά γλυκιά με κυριέβει

Η θυγατέρα του Μουφάκ ευχαριστήθη εις ετούτο, και ευθύς εσηκώθη ορθή και έφερε δύο τρεις γύρους, έπειτα λέγει του Κατή· ιδέ το περιπάτημά μου, ιδέ την ευμορφάδα του κορμιού μου, αν δεν φαίνωμαι ωσάν μία θεά, ποίος ημπορεί να με κατηγορήση πως δεν είμαι εύμορφη; Εγώ μένω θαυμασμένος διά όλην σου την ευμορφάδα, είπεν ο Κατής, επειδή και δεν είδα μίαν παρομοίαν καλοκαμωμένην νέαν, ωσάν εσένα· Πώς σου φαίνονται τα μπράτσα τον χειρών μου, ακολούθησε εκείνη ξεσκεπάζοντάς τα, δεν είνε άσπρα και στρογγυλά; Αχ σκληρή, αντέκοψεν εδώ ο Κατής γεμάτος από φλόγα έρωτος, εσύ με κάνεις να αποθάνω· αν έχης άλλο διά να μου ειπής μίλησε ευθύς, διατί το λογικόν μου με απαρατεί, και δεν ημπορώ πλέον να υποφέρω την θεωρίαν σου.

Εκεί κοντά στη ρεμματιά πούχει το κρύο νεράκι. έστησα το κρεββάτι μου κ' έστρωσα απάνω στρώμα μ' άσπρες και μαλακές προβειές από 'γελάδες άσπρες, που ο λίβας μου τις γκρέμισε 'ψηλά από τακροβούνια ενώ βοσκούσαν κ' έτρωγαν της κουμαριάς τα φύλλα. Τη φλόγα του καλοκαιριού τόσο τη λογαριάζω, όσο τα λόγια των γονιών ο ερωτοχτυπημένος.

Αυτή παίρνοντάς το εις τα χέρια της ευθύς το έρριξε μέσα εις εκείνην την φλόγα που η φωτιά έκανεν, και εν τω άμα, ω θέαμα παράδοξον, η φωτιά και το βρέφος έγιναν άφαντα.

Πιστεύω μάλιστα ότι ήτο κατά τι μεγαλειτέρα από εμέ. Εικοσιέξ έως εικοσιοκτώ ετών, μελαχροινή, με ανάστημα, με ώμους, με στήθος, με φλόγα εις το βλέμμα και κομψότατα υποδηματάκια. Διά να μη φανή απίστευτον το άθροισμα τόσων χαρισμάτων αρκεί να προσθέσω ότι ήτο Σμυρναία. Εις την Κέαν εμείναμεν όλον το θέρος και η θεραπεία μου επροόδευε θαυμασίως.

Αχ! δε λέω να μ' αγαπήση· ας διή μόνο πόσο την αγαπώ! Και πώς δεν τόβλεπε, πώς δεν το καταλάβαινε που μια φλόγα είταν αναμμένη στα στήθια μου μέσα; Δεν τόννοιωθε; Όχι! Δεν τόννοιωσε μήτε κείνη μήτε κανένας άλλος. Κάθησε τώρα μέσα στο μυαλό μου· και δε βγαίνει πια και βήμα δεν κάμνει που να μην τη διώ.

Την αγάπη μου θέλεις. Όσο μ' αγαπάς, σ' αγαπώ και γω τώρα. Καρλή μου, Καρλή, πες μου το αλήθεια πως μ' αγαπάς, να τακούσω! — Εσένα, Λέλα, να μη σ' αγαπώ; — Και την παίρνω στο στήθος μου απάνω και στο στήθος το δικό της, εκείνη τη στιγμή, μου φαίνεται πως νοιώθω τη φλόγα, την ίδια φλόγα που εμένα με καίει. — Μου φαίνεται πως την έννοιωσα τότες! Ο κόσμος είναι μικρός. Τι μικρούτσικος που είναι!

Αέρα, φύσα επάνω της μιάσματα γεμάτος και κτύπησέ την, να πιασθούν τα νέα κόκκαλά της! ΚΟΡΝ. Ω! σώπα, σώπα! ΛΗΡ Αστραπή, ρίξε φωτιάν και φλόγατα ξεπαρμένα 'μάτια της και τύφλωσε το φως της! Ω Ήλιε, ρούφα τους ατμούς, οπού γεννά ο βάλτος, και χύσε το φαρμάκι τωντα κάλλη της επάνω, που να της έλθη μαρασμός μέσ' 'ς το καμάρωμά της! ΡΕΓ. Να μη σ' ακούσουν οι θεοί!

Σεμνότης, αχ! πού είναι η εντροπαλή θωριά σου; Επαναστάτη Άδη, αν τόσην ημπορείς να φέρης ανταρσίαντα κόκκαλα της γυναικός 'πού 'ναι μητέρα, τότετην φλόγα της νεότητος ας λυώση η αρετή 'σάν το κερί, — μην εντραπήτε ανόλην την ορμήν του σας νικά το πάθος, αφού και ο πάγος μ' άλλην τόσην λαύραν καίει, και ο λόγος εις τον πόθον γίνεται μαυλίστρα. ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ Αμλέτε, ω παύσε!

Λέξη Της Ημέρας

συγκατάνευσε

Άλλοι Ψάχνουν