United States or Syria ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όπως τόχω σημειωμένο και παρακάτω, η μελέτη μου αφτή γράφηκε Άβγουστο μήνα 1886, είναι δηλαδή το πρώτο πρώτο ρωμαίικο που έγραψα, όχι μόνο προτού γράψω Το Ταξίδι μου , μα προτού ακόμα κάνω το ταξίδι το ίδιο, που έδωσε και τον τίτλο του στο βιβλίο μου. Η μελέτη μου γράφηκε με το σκοπό να τη διαβάσω στο Συνέδριο του Ελληνικού φιλολογικού Συλλόγου της Πόλης, που είτανε τότες να γίνη.

Θυμούμαι και τότες πως ο μακαρίτης ο θειος μου, ο Μιχαλάκης ο Μελάς, σάστισε που ωνόμασα τον Ηρόδοτο reporter. Το είπα, ναι, μα... όχι όπως το είπε ο Μποέμ. Το ίδιο και για κάτι άλλα, που είναι κι άτοπα, γιατί με βάζει και μιλώ για την Ελλάδα και για τα ταξίδια μου μ' έναν τρόπο που όποιος διάβασε το Ταξίδι μου το ίδιο, ξέρει πως δεν μπορεί νάναι ο τρόπος ο δικός μου.

Στο μακρινό του όμως εκείνο ταξίδι Θεός το ξέρει πόσοι εχτροί τον τριγύριζαν... Στάλθηκε αμέσως στην Πόλη το λείψανο. Προβγήκε και το προαπάντησε η χήρα του η Χαριτώ, που της έμνησκε ένα του τέκνο, μωρό παιδί ακόμα, που αν και καμωμένο από τότες «Νομπιλίσσιμος», δεν είτανε γραφτό του να φορέση πορφύρα.

Έτσι το ταξίδι τ' Αγίου Θωμά και της Καλυβιανής κιντύνευε να ματαιωθή. Η εορτή της Παναγίας πλησίαζε και το κακόμοιρο το Βαγγελιό περίμενε να της φέρω την υγεία της. Αντί δε να της φέρω την υγεία της, έχασα και τη δική μου. Όλες οι γυναίκες, ξένες και συγγένισες, πούρχοντο να με βλέπουν, είχαν κένα τουλάχιστο γιατρικό να συστήσουν της μάνας μου.

Ο παπάς τέτοιο πράμα, όξω αποδώ, δεν έχει, ο Θεός να μας φυλάη. Τι να του κάνη το ταξίδι, έτσι πως βρίσκεται; Να πάη να κρυώση νάχωμε τα χειρότερα; Ο γιατρός επέμεινε. — Άλλη σωτηρία δεν έχει. Να πάη να ταξιδέψη· ένα μήνα, δυο μήνες, να βγάλη τις θέρμες αποπάνω του. — Κ' εγώ το καταλαβαίνω, είπε ο παπάς. Η θάλασσα θα με σώση. Εικοσιπέντε χρόνια στη θάλασσα, κεφάλι δεν είπα ποτέ μου.

Και εκεί που τέτια ήλεγε το φόβο να ξεχάση, Το καρδιοχτύπι το βαρύ να χαμοησυχάση· Και ο Μπάκακας ακλούθαγε να κάνη το ταξίδι, Σιμά τους φανερόνεται, και τους ξαφνίζει, φίδι, Που με κεφάλι σηκωτό μες το νερό αγληστράει, 185 Και πέρα δώθε πλέοντας το δρόμο του τραβάει. Ενέκροσαν τα μέλη τους ευτύς που το δικούνται, Και το κακό τους ριζικό με τρόμο συλλογιούνται.

Στο Παρίσι, που λέω πια την ιδέα μου παστρικά, και μιλώ για τα θρησκεφτικά ζητήματα μ'όλο το θάρρος, δεν μπορείτε να φανταστήτε τι ωραία που τα πηγαίνουμε με τους παππάδες. Τι να πω τώρα για τους δικούς μας; Βέβαια θα διάβασαν το Ταξίδι μου και θα είδαν πως τη θρησκεία, δεν την πειράζω, μάλιστα πως λέω και τα καλά της.

Το πουρνό καθώς χαράζει Οχ την πείνα, που τα βιάζει, Ψίχα αγκάθι παν τζιμπόντας· Το ταξίδι ακολουθόντας. Μοναχά μ' αυτό το στόμα Δυο ημερόνυχτα ακόμα Μες το ίδιο ξεροτόπι Φέρουν γύρα οι στρατοκόποι. Η φοράδα, που αποβλέπει, Τον υγιό της, σ' ό,τι πρέπει, Για καλό του να πεδέψη, Και με τρόπο να ορμηνέψη, Εστοχάστηκε αρκετό του, Για τ' ανέγνωμο μυαλό του, Όσο τότες είχε πάθη, Απατό του για να μάθη.

Κι' εν τω άμα κινάν στο ταξίδι Βιαστικά με χαρά τους μεγάλη. Σταματάτε ανόητα τέκνα· Θα χαθήτε, φωνάζει η μάνα. Έχε υγιά, αποκρένουνται εκείνα, Άλλα λόγια εμείς δεν ακούμε. Και μ' αυτό προς τους κάμπους τρεχάτα Όσο δύνουνταν, έκοφταν δρόμο. Τα μωρά! δεν το βάνουν με νου τους· Τα νερά αρχινάν να τραβιούνται. Απομνήσκουν απάνω σε ξέρη, Καταντάν των διαβάτων κυνήγι·

Κι' οι σκλάβες ως να μάσουνε τις προεστές στη χώρα, αφτή στη μοσκομύριστη κατέβηκε αποθήκη, κι' εκεί είχε αφρόπλεχτα σκουτιά, των Σιδωνιτισσώνε δουλιά, π' ατός του τάφερε απ' τη Σιδώνα ο Πάρης 290 περνώντας τον πλατύ γιαλό, στο ίδιο το ταξίδι σαν έφερε και τη Λενιό την αρχοντοθρεμένη.