United States or Wallis and Futuna ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και το ήφερνε από στράτα, Και βουνά γγρεμούς γιομάτα, Δίχως χόρτο, ή πρασινάδα, 465 Ή νερού καθόλου ικμάδα· Πουθενά βοσκή δε βρίσκουν· Όλη μέρα άδια μνήσκουν· Και σαν πήρε το σκοτάδι, Νηστικά απερνάν το βράδυ. 470 Το πουρνό καθώς χαράζει, Οχ την πείνα, που τα βιάζει, Ψίχα αγκάθι παν τζιμπόντας Το ταξίδι ακολουθόντας.

Εάν δε τύχη να είναι εις ταξίδι ο οικοδεσπότης, τα μεν ασφράγιστα ας τα παραχωρήσουν οι ένοικοι προς έρευναν, τα δε σφραγισμένα ας τα διπλοσφραγίση ο ερευνών και ας τοποθετήση επί πέντε ημέρας φύλακα όποιον θέλει, εάν δε απουσιάση περισσότερον καιρόν ο οικοδεσπότης, τότε αυτός ας παραλάβη τους αστυνόνους και ας ερευνήση και τα σφραγισμένα λύων αυτά, κατόπιν δε πάλιν ας τα σφραγίση καθώς ήτο μαζί με τους αστυνόμους και τους οικιακούς.

Έδιωξε τους μάγους και τους σοφούς ο Ρήγας και πήρε το μονάκριβό του και τράβηξε σε μακρινό ταξίδι, μήπως και τα θαύματα του κόσμου και οι τέχνες των ανθρώπων, στις ξένες χώρες, αναστήσουν την ψυχή του παιδιού του και δυναμώσουν το κορμί του. Πήρε το παιδί του ο Ρήγας, αρμάτωσε τη βασιλική του φρεγάδα και τράβηξε στο μακρυνό ταξίδι.

Όμως μπήκε δυο φορές στο δωμάτιό μας κ' έφυγε πολύ προτήτερα από μας. — Αλλίμονο! είπεν ο Αγαθούλης. Ο καλός Παγγλώσσης μου είχε συχνά αποδείξει, πως τα αγαθά της γης είναι κοινά σ' όλους τους άνθρωπους και πώς όλοι έχουν σ' αυτά ίσα δικαιώματα. Αυτός ο κορδελιέρος θα έπρεπε, σύμφωνα μ' αυτή τη θεωρία, να μας αφήση με τι ν' αποτελειώσουμε το ταξίδι μας.

Και στη μέση λεβέντη, με πρόσχαρη όψη, και μ' ολόξυπνα μάτια. Αυτός είναι που την πέταξε την πρώτη τη μπόμπα μέσα στη δασκαλήσια τη φάλαγγα. Ξαφνικό τους ήρθε σαν ξέσπασε. Κανένας τους δε βγήκε να τον ανταμώση και να του ρίξη, ας είναι και μια τουφεκιά. Παιδιά βάζανε και τούρριχταν πέτρες. Μα το «Ταξίδι» του ολονένα ταξιδεύει ανάμεσά τους, και τους σπέρνει φωτιά και καπνό.

Εκεί στο Διβάκι, σα χωρίστηκε πρώτα η γυναίκα με τα τρία παιδιά της από την Καλλίτσα κι από το Γιανάκη, και κατόπι πάλε ο Γιανάκης από την Καλλίτσα, και τοιμάζουνταν ένας Αράπης να φορτώση τη δύσμοιρη την κόρη μας και να την κατεβάση στο λιμάνι για το Μισίρι, τι άλλο να δη η σκλαβωμένη η μάννα της από το παράθυρο του σπιτιού που την είχαν κλεισμένη, παρά την Καλλίτσα σε κοφίνι μέσα απάνω στάλογο, ξεκινώντας για το ταξίδι της αλησμονησιάς και της ατιμίας!

Της έπιασε τον ώμο, όπως ο Βαρόνος, κι εκείνη σηκώθηκε και πήγε να πάρει τα χρήματα από το σεντούκι: δυο χαρτονομίσματα των πενήντα λιρετών που τα ψηλάφισε για πολύ, κοιτάζοντάς τα στο φεγγαρόφωτο, ενώ σκεφτόταν ότι για το ταξίδι του Τζατσίντο αρκούσε το ένα. Έτσι το άλλο το έβαλε στη θέση του.

Δε μας λεν την αλήθεια πάντα. Κι αν τηνε λεν κάποτες, ο νους παραζαλίζεται, και τι να πρωτοπιστέψη δεν ξέρει. Το καθαυτό το ταξίδι γίνεται με κλεισμένα μάτια, τη νύχτα, μέσα σε τέτοια ρημιά. Τώρα και μπρος η δουλειά μας πρέπει να γίνη σοβαρά και συλλογισμένα, γιατί σοβαρός είναι κι ο σκοπός του μυστικού αυτού ταξιδιού.