Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ας είνε, τότε είπα, επειδή κανείς από λόγου σας δεν ευρίσκεται να μείνη, το λοιπόν εγώ θέλω να θυσιασθώ διά λόγου σας, επειδή και με κάθε τρόπον μέλλω να χαθώ. Όλοι εχάρηκαν διά την απόφασίν μου· και ο Καπετάνιος έδειξε τάχα πως ελυπείτο εις το να με αφήση· μα τον εκατάλαβα ότι είχε περισσότερην χαράν πως ήθελεν έβγει από εκείνον τον κίνδυνον, παρά θλίψιν διά τον χαμόν μου.

Μα κάθε στιγμή στον νου μου ερχόταν λυχνοσβύστης ο ίδιος συλλογισμός: — Αν άκουα του πατέρα μου τα λόγια, τάχα δεν θα ήμουν σήμερα ο άντρας της Μαριώς; Κ' έκοβα βόλτες κάτω από το σπίτι της. Έπιανα κάθε κοντόβραδο τον δρόμο που θα επήγαινε στο πηγάδι για νερό να της πάρω μια ματιά. Τι τα θέλεις, τι τα γυρεύεις; Την αγάπησα τη Μαριώ.

Και συ, Κυβέλη, τάχατε δεν κλαις το βοϊδολάτη; Μήπως κι ο Ζευς δεν έγινεν αϊτός για βοϊδολάτη; Μόνο η Ευνίκη, πιο ώμορφη τάχα κι απ' την Κυβέλη κι απ' τη Σελήνη πιο ώμορφη κι από την Αφροδίτη, αυτή δεν καταδέχεται, δε θέλει βοϊδολάτη. Και συ, Αφροδίτη, εδώ κ' εμπρός μην αγαπάς εκείνον, μη τον γυρεύης στο βουνό, μη τον ζητάς στη χώρα, μα μόνη κι ολομόναχη τη νύκτα να κοιμάσαι.

Διότι άλλως δεν θα ήτον ποτέ δυνατόν να τα καταφέρης τόσον καλά με τας περιστροφάς σου ώστε ν' αποκρύψης τίνος ένεκα είπες όλ' αυτά, και μόνον εις το τέλος έκαμες λόγον περί αυτού και παρέργως τρόπον τινα, ωσάν τάχα αυτά που είπες να μην τα είπες δι' αυτό, διά να βάλης δηλαδή σκάνδαλα μεταξύ εμού και του Αγάθωνος, έχων την αξίωσιν εγώ μεν μόνον σε ν' αγαπώ και κανένα άλλον, ο δε Αγάθων πάλιν μόνον υπό σου ν' αγαπάται και υπό κανενός άλλου.

Ο παππάς, ασκέρι λέγων, εννοούσε προφανώς την οικογένειαν του Φραγκούλα· αλλά τάχα μόνον τα παιδία, τα δύο μεγαλείτερα εκ των τεσσάρων; — καθόσον τα άλλα δύο τα μικρά, δεν θα ηδύναντο να κουβαληθούν εις διάστημα τριών ωρών οδοιπορίας χωρίς την μητέρα των. Ο Φραγκούλης ηθέλησε να βεβαιωθή. — Θάρθη μαζί κ' η μάνα τους; — Βέβαια . . . πιστεύω, είπεν ο παππάς.

Πάω τώρα, πρέπει τ' αρχηγού να δώκω τα μαντάτα. Εσύ τον ξέρεις, γέρο μου, καλά, σαν τι είναι εκείνος· δε χωρατέβει, εκεί άξαφνα του φταις χωρίς να φταίξειςΤότες του κάνει ο Νέστορας, ο γερο-αλογολάτης 655 «Τι τάχα κλαίει τους Αχαιούς ο Αχιλέας έτσι και δα ρωτάει πιοι πάθανε; που καν δε βάζει ο νους του σαν τι δεινά μας πλάκωσαν!

«Μ' αλήθεια 'πε μου πότε αυτός έφυγε, και ποιους είχε συντρόφους; μήπως διαλεκτούς επήρε της Ιθάκης, ή μισθωτούς και δούλους του; θα το 'κανε και τούτο! και τ' άλλο ειπέ μου καθαρά να μάθω, το καράβι 645 σου επήρε τάχα στανικώς, ή με τον καλόν τρόπο σ' έφερε και του το 'δωκες συ με την θέλησί σουΚαι απάντησε ο Νοήμονας, ο γόνος του Φρονίου•

Τότε εσηκώθηκε η Θαΐς και πρώτη εχόρευσε κι' εσήκωνε το φόρεμά της πολύ ψηλά κι' έδειχνε τα πόδια της, ωσάν τάχα μόνον αυτή τα είχε ώμορφα. Όταν δε έπαυσε, ο Λαμπρίας ο δικός της εσιώπα και δεν είπε τίποτε• ο Δίφιλος όμως είπε πολλούς επαίνους, εις την Θαΐδα, ότι εχόρευε με ρυθμόν και χάριν και ότι το βήμα της ηκολούθει με ακρίβειαν την κιθάραν, ότι το πόδι της ήτο κομψόν και άλλα πολλά τέτοια.

— Α! είπεν ο γεωργός· αυτό δεν μου έρχεται· δεν ημπορώ να ίδω καλόγηρον· αλλά ας είναι! αφού ηξεύρω ότι είναι ο διάβολος, θα τον ίδω, αλλά μόνον να μη με πλησιάση. — Α! Να ερωτήσω την μάγισσαν, είπεν ο μικρός Κλώσος· και επάτησε τον σάκκον, και έσκυψε τάχα ν' ακούση τι λέγει. — Τι λέγει;

Ήτο δε τόσον μεγάλος, ώστε μέρος αυτού εσύρετο εις την ποδιάν του και έφθανε μέχρι του εδάφους. Ο Αλέξανδρος εκράτει εις την μασχάλην του και έκρυπτε την κεφαλήν του όφεως, ο οποίος δεν έφερεν αντίστασιν, διότι, ως ελέχθη, ήτο πολύ ανεκτικός και ήμερος, και παρουσίαζε την εξ υφάσματος κεφαλήν ως την κεφαλήν τάχα του πραγματικού όφεως.