Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 25 Ιουνίου 2025
Κι αφού γλυκογέλασεν ο Άστυλος γι' αυτά μάλιστα τα λόγια του και είπε πόσο μεγάλους σοφιστές κάνει ο έρωτας, εζητούσεν ευκαιρία που να μιλήση στον πατέρα του για το Δάφνη.
Τον είχαν κλείσει στον ψηλότερο πύργο του φρουρίου, μ' ένα βαρύ ξύλο κρεμασμένο στο λαιμό. Από την ημέρα που έχασε τον κύριό του, δεν ήθελε καμμιά τροφή, έξυνε το χώμα με τα πόδια, τα μάτια του έτρεχαν, ούρλιαζε. Πολλοί τον ελυπήθηπαν. «Χουσδάν, έλεγαν, κανένα σκυλί δεν αγάπησε ποτέ έτσι τον κύριό του, σαν εσένα. Ναι, σωστά είπε ο Σολομών: «ο αληθινός μου φίλος, είναι το λαγωνικό μου».
— Σιγά-σιγά και θα μάθεις.,, Ορίστε κύτταξέ με μένα.,, Βούτηξε ολόκληρη τη φανέλλα μέσα στον κουβά και την έβγαλε σε λίγο φουσκωμένη και να στάζει. Την έτριψε καλά με σαπούνι από το ένα μέρος, την βούτηξε πάλι στο νερό, και την έτριψε και πάλι με σαπούνι από το άλλο μέρος. Ύστερα άρχισε να την πιέζει, να τη μαζεύει, να τη ζουπίζει.
Τότες, σαν έβγαινε ο γοργός στον πόλεμο Αχιλέας, ποτές τους δεν ξεμύτιζαν όξω απ' το κάστρο οι Τρώες, τι τ' Αχιλέα τότρεμαν τ' αβάσταχτο κοντάρι· 790 τώρα απ' τη χώρα πολεμάν αλάργα, εδώ στα πλοία!» Έτσι είπε, και τους άναψε τη λύσσα και το πάθος.
— Κρακρούκ! ανεβοκατέβηκε ξεροσκαστά η βαριά πάνω στο κάφκαλό του. Ελωλώθηκε ο Λιάρος. Εθόλωσαν τα παιδιακήσια του μάτια. Επρομύτισε με τη μούρη στα χώματα. Εχτύπησαν δεμένα τα πόδια του τον αέρα. Εμουκάνισε με κλάψα πολλή, με πικρό παράπονο. Ο μακελάρης πέταξε τόρα με βία τη φοβερή τη βαριά του παράμερα. Εξεφηκάρωσε ένα πλατύ χασαπομάχαιρο κοντό, που άστραψε στον ήλιο ασημένιο.
Και φιλακόλουθος πιστός δεν θα υστέρει της αμοιβής διά την ευσεβή προσήλωσιν. Κάλλιο μια μέρα στη δική σ' αυλή, παρά χιλιάδες, στον ίσκιο ας είμαι του ναού σαν παραπεταμένος καλλίτερα, παρά να ζω 'ς αμαρτωλών λημέρια . Δεξιά επί του τέμπλου ήτο η εικών του Χριστού και η εικών του Προδρόμου.
Τότε έστειλε στον κάμπο τη χρυσοφτέρουγη Ίριδα με μήνημά του κάτου 185 «Τρέχα να πεις, γοργή Ίριδα, στον Έχτορά 'να λόγο.
Και τούπες τότες, Πάτροκλε λεβέντη, περγελώντας «Ωχ ωχ, ο σκύλος τι αλαφρύς! βουτιές που σου τις παίρνει. 745 Μα αν γίνει αφτός θαλασσινός, τι λόγος, ένα πλήθος θα θρέψει, απ' τα καΐκι του πηδώντας και στον πάτο σφουγγάρια ψάχνοντας να βρει, κιας είναι οργιές το βάθος, σαν που στον κάμπο να! άφοβα πηδά απ' τ' αμάξι τώρα. Έχουν λοιπόν στο κάστρο τους κι' οι Τρώες μπεχλιβάνια.» 750
Κι' ίδρος κουρνιαχτός, δίχως στιγμής ανάσα, 385 τα μάτια κάθε μαχητή περέχαε και ρουθούνια και χέρια πόδια γόνατα καθώς πετσοκοπιούνταν γύρω όλοι εκεί στον παραγιό του ξακουστού Αχιλέα.
Β' ΑΝΗΡ Εμπόδιο μονάχος δεν θα γίνω. Α' ΑΝΗΡ Γιατί; Β' ΑΝΗΡ Κι' άλλοι θ' αργήσουνε περισσότερο επίσης. Α' ΑΝΗΡ Συ όμως εν τω μεταξύ τραβάς να την γεμίσης. Β' ΑΝΗΡ Θα πάθω τι, παρακαλώ; Κάθε πολίτης με μυαλό αρμόζει της πατρίδος του τους νόμους να κρατή. Β' ΑΝΗΡ Θα πάω να χωθώ κ' εγώ με κεφαλή σκυφτή. Α' ΑΝΗΡ Και αν δούλεψη ξύλο, τι; Β' ΑΝΗΡ θα της ενάξω στον κριτή.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν