United States or Romania ? Vote for the TOP Country of the Week !


Άνθρωποι ήρχοντο να ασπασθούν τας χείρας και το κράσπεδον του ιματίου του Αποστόλου· μητέρες έτεινον προς αυτόν τα τέκνα των· άλλοι εγονάτιζον εις τον σκοτεινόν δρόμον και, υψούντες προς αυτόν τους φανούς των, επεκαλούντο την ευλογίαν του· άλλοι τον ηκολούθουν ψάλλοντες.

Ποσάκις την επεσκέφθην μικρός, ποσάκις ενταύθα μ' εκάθησεν επί των γονάτων του ο γέρων Γιάννης και εχόρτασε με τα εκλεκτότερα του κήπου προϊόντα την παιδικήν όρεξίν μου ! Το δωμάτιον ήτο σκοτεινόν, αλλ' ήκουα την ηχηράν αναπνοήν του κοιμωμένου γέροντος. Επλησίασα προς αυτόν ακροποδητί. Εφοβούμην μη εξυπνήση πριν με αναγνωρίση και ήθελα να προλάβω τον τρόμον του.

Και εις το καράβι ως φθάσαμε κάτωτο περιγιάλι, πρώτα εις την θεία θάλασσα σύραμε το καράβι, έπειτα μέσα εστήσαμε κατάρτι και πανία, κ' εφέραμε τα πρόβατα• κατόπι εμπήκαμ' όλοι, δάκρυα χύνοντας θερμά, 'ς την λύπη βυθισμένοι• 5 και οπίσω απ' το μαυρόπλωρο καράβι έστειλε πρύμον, 'που φούσκον' όλα τα πανιά, φίλον λαμπρόν, η Κίρκη, δεινή θεά, καλόκομη, όπ' έχει ανθρώπου γλώσσα. και τ' άρμεν' αφού σιάσαμε, καθόμασθε, και ωδήγα το πλοίο μας ο άνεμος ομού και ο κυβερνήτης, 10 και μ' ολοτέντωτα πανιά αρμένιζ' ολημέρα. και ο ήλιος ως βασίλευε και ισκιάζαν όλ' οι δρόμοι, 'ς τον βαθύν ήλθ' Ωκεανόν, όπ' άκρ' είναι του κόσμου. η πόλις είναι και ο λαός εκεί των Κιμμερίων• νέφος πυκνό και σκοτεινόν ολούθε τους σκεπάζει, 15 ουδέ ποτέ κυττάζει αυτούς ο ακτινοβόλος Ήλιος, 'ς τον αστροφόρον ουρανόν ούτ' όταν αναιβαίνη, ούτ' όταν κλίνη προς την γην από τα ουράνια μέρη• αλλά τους άμοιρους θνητούς μαύρη πλακόνει νύκτα.

Πώς συμβαίνει, αφού ασπρίσωμεν να ενθυμώμεθα, ως να ήσαν χθεσινά, πράγματα τα οποία πριν αλλάξωμεν τους γαλαθηνούς, κατά το επίθετον του κ. Κόντου, οδόντας μας, πολύ δε ολιγώτερον να ενθυμώμεθα όσα ηκολούθησαν αφού απεκτήσαμεν φρονιμίτας, τούτο είνε ψυχολογικόν φαινόμενον, περί του οποίου έγραψαν οι σοφοί τόσα πολλά, ώστε επόμενον είνε να μένη ακόμη σκοτεινόν.

Η δε Φαραζάνα επαιδεύθη και αυτή με πολλήν σκληρότητα· επειδή και ο Μπρακμάνος επρόσταξε και την έκλεισαν εις ένα πύργον σκοτεινόν διά πάντα, ομοίως και τον Τουργούτ αράπην, με το να εξεσκέπασε πως η προδοσία του εστάθη με το να μην εδέχθη η κυρά του να του ευχαριστήση την κακήν θέλησιν, και διά τούτο έλαβε και αυτός την ανταμοιβήν των έργων του.

Λέοντες αρπάζοντες τα θύματά των από τα πλευρά ή από την ράχιν έτρεχον με μανιώδη άλματα διά της κονίστρας ως να εζήτουν όπως τα καταβροχθίσουν εις σκοτεινόν μέρος· άλλοι εμάχοντο προς αλλήλους ανορθούμενοι και περισφίγγοντες ο είς τον άλλον, ως παλαισταί, και επλήρουν το αμφιθέατρον με βροντώδεις κραυγάς.

Μολονότι εις τα άλλα δεν μου έκρυπτε τίποτε, δι' αυτό ήτο πολύ ζηλότυπος. Αλλά μίαν ημέραν κρυφθείς εις σκοτεινόν μέρος ήκουσα την επωδήν, ήτο δε τρισύλλαβος. Και αυτός μεν ανεχώρησεν εις την αγοράν παραγγείλας εις το γουδόχερον τι έπρεπε να κάμη.

Αχ! τότε σαν ακόμη παραζαλισμένος απ' τον ύπνο απλώνω τα χέρια μου προς αυτήν και τη στιγμή εκείνη ξυπνώχείμαρρος τα δάκρυα ξεσπούν από τη βαρεία καρδιά μου και κλαίοντας απαρηγόρητα αποβλέπω προς το σκοτεινόν μέλλον. 22 Αυγούστου. Δυστυχία μου, Γουλιέλμε! Η ενεργητικές μου δυνάμεις επαγιδεύτηκαν μέσα σε μιαν ανήσυχην αργία· δεν μπορώ να είμαι αργός, και όμως τίποτε δεν μπορώ να κάμω.

Η πόλις ήτο μακράν, ο δε δρόμος επερνούσε από έν σκοτεινόν δάσος, και ο καιρός εχάλασεν ενώ επήγαινεν, ώστε έχασε τον δρόμον του ο μικρός Κλώσος, και έως να τον εύρη πάλιν, ενύκτωσε, και δεν επρόφθαινε πλέον ούτε εις την πόλιν να υπάγη, ούτε εις το χωρίον να επιστρέψη. Εκεί, κοντά εις τον δρόμον του παρετήρησε και είδε την κατοικίαν ενός γεωργού.

Αλλ' όταν έφθασα υποκάτω εις την καμάραν του σπηλαίου, εύρον τόσον σκότος, που δεν έβλεπον πλέον πού με φέρει το τρέξιμον του νερού, το οποίον μέσα εις το υπόγειον ήτον σιγανώτερον· έτρεξα λοιπόν επάνω εις το νερόν εις το υπόγειον εκείνο το σκοτεινόν μερικές ημέρες, χωρίς να ιδώ παντελώς ακτίνα φωτός.