Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 6 Ιουνίου 2025
Μύρια σχέδια και φαντασίαι εκινούντο ζωηρά στην ψυχή μου· επί τέλους έμεινε στερεά και ολόκληρη η τελευταία, η μόνη σκέψις: «Θέλω να πεθάνω! . . . » Εκοιμήθηκα και αυτό το πρωί· όταν σηκώθηκα ήσυχος, την βρίσκω πάντα στερεά, ολόκληρη και δυνατή: «θέλω να πεθάνω!, . . » Δεν είναι αυτό απελπισία, είναι η βεβαιότης υπέφερα ό,τι μπορούσα να υποφέρω και ότι θυσιάζομαι για σένα.
Εγώ στο κρεββάτι, οι άλλοι στον πάγκο, ή και κατάχαμα. Τη νύχτα, βρίσκοντας εγώ το κρεββάτι σαν άβολο, σηκώθηκα και πλάγιασα στην άλλη την άκρη του πάγκου.
Σήκωσε τα χέρια του και μούντζωσε πέρα, κατά το τρισέκι που είχε χαθή ο γέρος με τη μαγκούρα κρεμασμένη από το ένα χέρι, με το κόκκινο μαντήλι στο άλλο. — Ανάθεμά τον που βασιλεύει μέσα στα ρημάδια!... — Αφέντη, σε γυρεύουν, Σηκώθηκα και άνοιξα. — Ποιος; — Ένας κύριος και καλά θέλει να σε ιδή. Άρχισα να ντύνομαι βιαστικά.
Κατάλαβαν ότι πεινούσα και με κάλεσαν να περάσω στην τραπεζαρία. Εγώ, θυμάμαι, σηκώθηκα, αλλά ξαναέπεσα στο κάθισμα χτυπώντας το κεφάλι στη ράχη της πολυθρόνας. Δεν θυμάμαι τίποτα άλλο. Όταν συνήλθα ήμουν στο κρεβάτι, στο σπίτι τους. Η υπηρέτρια μου έφερνε μια κούπα με ζωμό πάνω σε έναν ασημένιο δίσκο και μου μιλούσε με μεγάλο σεβασμό.
Τίποτις άλλο δε θυμούμαι της βραδιάς εκείνης παρά πως με σήκωσαν και με βάλανε στο κρεββάτι. Είπαμε πως είτανε χειμώνας, και χειμώνας βαρύς. Ξύπνησα την αυγή και τουρτούριζα. Έτσι θάτρεμε κ' η Λενιώ, είπα στο νου μου. Σφύριζε ο βοριάς στα παράθυρα. Είταν ακόμα σκοτάδι, μα η καντήλα μισόφεγγε μπροστά στα κονίσματα. Ακούγοντας θόρυβο κάτω, σηκώθηκα και κατέβηκα.
Σαν είχα φάγει τα κυδώνια, μου φάνηκε πως μου εκόπη κάπως η δίψα. Ύστερα πάλι εδίψασα χειρότερα. Σηκώθηκα, κ' εβγήκα έξω. Έκαμα ολίγα βήματα στο σοκάκι. Η γειτονιά έρημη. Ο κόσμος είχε φύγει. Αυλόπορτες κλεισμένες. Παράθυρα κλειδομανταλωμένα. Ψυχή δεν εφαίνετο πουθενά. Επήγα παραπέρ' ακόμα. Ήξευρα πως ήτον μια βρύσι κάπου εκεί. Έφτασα, με μεγάλη αδυναμία, με κομμένα γόνατα.
Ανέβηκε ο ήλιος ως μια οργυιά, οι αχτίδες έπαιζαν ανάμεσα στα φύλλα της μεγάλης κληματαριάς μπροστά στο καλύβι, κι όλοι μέσα κοιμούνταν ακόμα. Σηκώθηκα και κατέβηκα στο γιαλό. Μα μήτε να ψαρέψω δεν είχα όρεξη. Κάτι λαχταρούσα, κάτι φούσκωνε την καρδιά μου. Ο κόσμος δε με χωρούσε.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν