Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 14 Μαΐου 2025
— Τι αγάπη είναι αυτή! έλεγε μέσα της. Ένα χάρισμα του ζήτησα και δεν μπόρεσε να μου το φέρη. Και σιγά — σιγά τον ξέχασε τον Παύλο κ' η αγάπη της σβύστηκε ολότελα. Γιατί ο Παύλος δεν εστάθηκε άξιος να της φέρη το χάρισμα που του ζήτησε. Ύστερα από λίγο έδωκε την καρδιά της σ' έναν άλλον, τούδωκε την αγάπη της, το φως της, τα συλλογικά της, του χάρισε τόμορφο κορμί της, ό,τι είχε του τα χάρισε.
Και σαν αποτέλειωσε τον αμανέ αυτόν και σβύστηκε σα στερνός σπασμός, σαν ύστερο ξεψύχημα με βαθειά αγωνία μοροζώντανου ανθρώπου ο ύστερος τόνος, το μπουζούκι πιο παραπονεμένο, πιο ξαγριωμένο, πιο αναμμένο, ξαναπήρε σκοπό του.
Τη λέγανε Δροσιά και Δροσούλα. Σιγά — σιγά τα νιάτα της στραγγίσανε, τα μάτια της βαθούλωσαν απ' τα δάκρυα της κακορροίζικης ζωής, το πετσί της γέμισε ζαρωματιές, τα μαλλιά της ασπροκιτρίνισαν σα λερωμένο μπαμπάκι, σκέβρωσε το κορμί της κ' η δροσιά της σβύστηκε. Και τη λέγανε ακόμα Δροσιά και Δροσούλα.
Ορμάει ξανά ο Πείρος και του δίνει μια κονταριά στον αφαλό σιμά, που τ' άντερά του 525 χύθηκαν όλα κατά γης και σβύστηκε το φως του. Μα και τον Πείρο ακόντισε ο Αιτωλός ο Θόας στα στήθια εκεί απάς στα βυζί, και το χαλκό του μπήγει μες στα πλεμόνια, κι' έπειτα ζυγώνει κι' οχ τα στήθια όξω τινάζει τ' όπλο εφτύς· και το σπαθί τραβώντας 530 του μπήγει μια μες στην κοιλιά και τόνε ξεμπερδέβει.
Και τ' όνειρό μου σβύστηκε στην παράδοξη ηδονή κείνη. Μετά το όνειρο κείνο, έπεσα σε μια αλλόκοτη κατάσταση. Σαν κάτι νάλλαξε στη ψυχή μου, σα νάγινα άλλος άνθρωπος σχεδόν διά μιας. Το πάθος του κυνηγιού σβύστηκε και διάφορα άλλα αντικείμενα πάρχιζαν να μ' ενδιαφέρουν έγιναν αδιάφορα.
Του έρριξε μια ματιά πονετική, ένα χαμόγελο γεμάτο από συχώρεση κι άξαφνα σβύστηκε. — Και πάλι φεύγεις και πάλι! είπε ο Αριστόδημος· πνιγμένος στα δάκρυα. ς' Την αυγή σαν ξύπνησε ο αρχαιολόγος του κάστηκε πως ήταν δέκα χρόνια γεροντότερος. Δεν είχε δύναμη να σηκωθή από το κρεββάτι. Όχι δεν είχε δύναμη, αλλά και τόβρισκε όλως διόλου περιττό.
Μ-ΑΡΓΥΡΗΣ — Αλλοίμονο. Πεθαίνει, γιατρέ μου. Κύριε Τάσσο μου. Πεθαίνει η καλή γυναίκα. Η φωνή της σβύστηκε. Το χέρι της αργοκινάει ακόμη, το χέρι της σα να σε γυρεύη. Εσένα γυρεύει, κύριε Τάσσο μου. Φύγε εσύ αποδώ. Μην ακούς Τάσσο. Κάθισε. Εγώ θα πάω να ιδώ. ΦΛΕΡΗΣ — Όχι, δεν με κρατάτε. Τώρα καταλαβαίνω. Τώρα! Αφίστε με. Αφίστε με να τρέξω σιμά της. Βγάλτε τα χέρια σας από πάνω μου.
ΒΕΡΑ — Θέλω να πω πως πέρασαν τόσα χρόνια. Μητέρες ξεχάσανε τα παιδιά τους τα πεθαμένα μέσα σε τόσον καιρό. . . ΦΛΕΡΗΣ — Τα λόγια σου είναι απελπιστικά, Βέρα. Βλέπω τι θέλεις να μου πης. Από τη μνήμη σου σβύστηκε εκείνο πού ζητώ να ξυπνήσω. Ίσως έχεις δίκιο. ΒΕΡΑ — Δε θέλω να πω αυτό. Ίσως δεν μπορώ να εκφρασθώ. Δε ξέρω να μιλώ με ώμορφα λόγια. ΦΛΕΡΗΣ — Ήτανε φυσικό να ξεχάσης.. .
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν