United States or Réunion ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ποιος γυρίζει να τα διή; Αντίς να διαβάζετε ξένα και να γράφετε ξένα, τρεχάτε, παιδιά, στα νησιά, τρέχατε και στη στεριά. Ρωμαίικα ρομάντζα προσμένουμε από σας όλους, προσμένουμε ρομάντζα που ρωμαίικο χώμα να μυρίζουν. Από σας όλους να μάθουμε θέμε τα κάλλη κάθε χώρας, το μυστικό κάθε ψυχής. Πολύ θα μ' άρεζε και μένα, παιδιά, να μπορούσα κάτι να καταφέρω. Μα δεν αδειάζω· έχω άλλες δουλειές.

Δεν έχεις τίποτε, Αφέντρα μου· τώρα είσαι καλά . . . Και πού νάρθη, από την Αμέρικα ο Θανάσης μας! . . . να σου φέρη όλα τα καλούδια . . . και θα φέρη λίρες, λίρες με την ουρά . . . να σε στολίσω, να σε κάμω νύφη . . . Εκατό λίρες θα βάλω κολλαΐνα 'πάνω στα στήθεια σου, στο γάμο, που θα φορής το στεφάνι . . . να καμαρώνης, να σε ζηλεύουν όλοι!

Αλλά ο Κτήσιππος, κατά την συνήθειάν του, εξέσπασε στα γέλοια και, — Ευθύδημε, είπεν, ο αδελφός σου επαμφοτέρισεν εις αυτό που τον ηρώτησα, και πάει, χάθηκε, νικήθηκε.

Δέντρα πυκνά κι' ανύπαρκτα να καταπρασινίζουν, κι' αντί καρπών να κρέμωνται μετζήτια 'στα κλαδιά, να τα κουνώ σιγά σιγά, οι κλώνοι να λυγίζουν, και να κυλούν τα τάλληρα σε ανοικτή ποδιά. Με άρματα Φαέθοντος να σχίζω τον αιθέρα, ο νους μου να εξίσταται, ν' αλλοφρονή, να φρίττη, και τέλος από τα 'ψηλά να πέσω μια ημέρα σαν ένας αερόλιθος . . . μες 'στου Δρομοκαΐτη.

Καθότανε ντροπαλή στην άκρη του καναπέ και ξέφτιζε τη φράντζα του τραπεζομάντηλου που ήτον είδος κινέζικο, μαυροκίτρινο, και τόχε αγοράσει η Βεργινία τέσσερες δραχμές από 'να γυρολόγο. . . 0 Νίκος στεκόταν ορθός στον κομμό και στριφογύριζε απάνω σε δυο του δάχτυλα την αλυσσίδα των κλειδιών του. . Ενόσω μιλούσε η θεια Ελέγκω, ξεχειλιστή απάνω στην καρέκλα κοντά στο κρεββάτι της Βεργινίας, τα μάτια του Νίκου κύτταζαν τη σειρά κουμπάκια, τόνα κοντά στάλλο, πούχε μπροστά το σταχτί πολκάκι της Λιόλιας, που της ήτονε μικρό και την έκοβε φοβερά στις αμασχάλες: στην κάθε της αναπνοή τα κουμπάκια σπαράζανε μέσα στις κουμπότρυπές τους, σάμπως τα στηθάκια της τάγουρα να ωρίμαζαν εκεί μπροστά στα μάτια του και να γυρεύανε να κάμουνε φτερά να πετάξουν . . . Λαχτάρα μου! Η Βεργινία ήτον πολύ ξαναμμένη και μιλούσε με κόπο, μα και με μια ξεχωριστή ζωηράδα, λες και μάζευε όλη της τη δύναμη για να κρύψη απ’ τους ξένους το χάλι της.

Μον ίσα τώρα απάνου του τραβάμετα κοντάρια μη λυπηθείςκι' ας δούμε δα, :θα σφάξει εδώ τους διο μας και ματωμένα λάφυρα θα πάει στα τρεχαντήρια, 245 ή και θα πέσει πρώτα αφτός απ' το βαρύ σου τ' όπλοΈτσι είπε, και με πονηριά τραβάει ομπρός η πρώτη.

Κάτου στα θεμέλια του πύργου, οπεκρεμώταν χοντρός κ' ισοκατέβατος, έκλειναν κάθε μπασιά κ' έφραζαν κάθε πόρο βατουλιώνες αδιάβατοι, που άπλωναν πέρα δώθε τους χλαμούς τους αγκαθερούς και θρεμένους.

Οι φύλακες κι' ο Τριστάνος κατεβαίνουν στην πόλι, για τον τόπο της φωτιάς. Ένας καβαλλάρης τρέχει κατά πίσω τους, τους φτάνει, πηδάει από το άτι που τρέχει ακόμη. Είναι ο Ντινάς, ο καλός αυλάρχης. Στο άκουσμα των συμβάντων, άφησε αμέσως τον πύργο του Λιντάν. Ο αφρός, ο ιδρώτας, και το αίμα αυλάκια κυλάνε στα πλευρά του αλόγου του: «Υγιέ, πάω στο δικαστήριο του Βασιληά.

Το ζερβί του χέρι ανάερο έσφιγγε ακόμη την άκρη από το κέντημα. Στο στήθος, στην κοιλιά και στα πόδια του κάθονταν ανάκατα βιβλία και συντρίμμια· άλλα συντρίμμια σκέπαζαν απ' άκρη σ' άκρη το πάτωμα σαν ποταμού κατεβασιά. — Θρήνος έγινε! είπε με φρίκη ο γιος του Χαγάνου. — Καταστροφή!... μεγάλη καταστροφή! είπε κι ο Περαχώρας με θλίψη.

Κ' έτσι σαν ήρθε στα ρηχά, δεν είχε πια δύναμη το δύστυχο να ξετιναχτή και να ξεκόψη. Είτανε μια χαρά να τη βλέπης σπαρταριστή στα χαλίκια απάνω τη συναγρίδα εκείνη. Έπρεπε να χάση τη ζωή του αυτό το ψάρι, να μας τη δώση εμάς.