United States or Lithuania ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και μα την αλήθεια δεν το παραξενεύουμαι, μια και γυρέψαμε να τα πούμε όλα σε μια βραδινή. Το χάσαμε και κείνο, Μυλόρδε, ειδεμή δε θα μας έβρισκες ολομόναχους τώρα. Έξη παιδιά, και τώρα στα γερατειά μας κανένα! — Εκείνο μας το πήρε ο Θεός σαν τα πρώτα, και δε μας πέφτει λόγος στο θέλημα, του Θεού, λέει τώρα η Προεστίνα. Μα η Καλλίτσα μου, η Καλλίτσα!

Και τι θα πη ραμαζάνι; — Ποιος ξέρει! Της άλλης το βρέφος εξύπνησεν εις τας αγκάλας, κ' ήρχισε τα κλάματα, και δεν ήθελε να μερώση, με όλα τα νανουρίσματα και τα τραγούδια, που του έλεγεν η μάνα του. Η κανονιές είχον αντηχήσει πολύ, κ' εβόησεν όλη η Ηχώ, η Αναγκιά του Κάστρου αντικρύ στα δυο κάτασπρα νησιά, στους βράχους και στα άντρα.

Αλλά ιδού τες αυτές, να πληρώσουν πικρό χρέος έρχουνται, η Αντιγόνη κ’ η Ισμήνη, να θρηνήσουν τα δυό τους αδέρφια· και θαρρώ με το δίκιο στ’ αλήθεια από μες στα βαθύκολπα ωραία τους στήθια της καρδιάς των θα χύσουν τον πόνο. Αλλ’ εμείς είναι δίκιο και πριν απ’ αυτές τον παράφωνον ύμνον να τονίσωμε των Ερινύων κι από πάνω να ψάλλωμε μισητό τον παιάνα του Άδου.

Από χωριό σε χωριό, το κατάφερε να ξαναγυρίση στα λημέρια του με κάμποσες χιλιάδες.

Πρέπει, λοιπό να βαστούσε ακόμα κάποια κρυάδα αναμεταξύ παλιάς και νέας Ρώμης στα 408, κι αυτό μονάχα θάσωνε να μας ξηγήση το γιατί δεν ανακατεύτηκε ο Ονώριος όταν έμεινε τ' ανατολικό Κράτος σ' ανήλικα χέρια. Είπαν πως ο Αρκάδιος είχε διορισμένο κηδεμόνα του μικρού τον Πέρσο βασιλέα τον Ισδεγέρση. Αλήθεια ψέματα αυτό, αδιάφορο, αφού δεν έγινε.

Κ' εδώ η ίδια συμμετρία στα πρόσωπα, με κάποιο μάλιστα γέρμα του κεφαλιού που σου θυμίζει την παλιά τέχνη, την κλασσική. Δυο λόγια τώρα για τους τεχνίτες. Πρώτα για τον Ανθέμιο. Από τις Τράλλες της Λυδίας αυτός, καθώς είδαμε. Είχε σκεδιασμένα ο Ανθέμιος κι άλλα πολλά χτίρια. Συνήθιζε να τοιμάζη τα έργα του κάθε τεχνίτη ή μάστορη με προπλάσματα και με δείγματα που χάραζε.

Του Τρία οι κατάδικοι, δεκαφτά όλοι, βαρυποινίτες, και δύο τρεις πλημμελήτες αλαφρόποινοι, απλωμένοι τόρα αμέριμνοι μες το προάβλιο, στα πόδια τους μαρμάρωσαν σαν άκουσαν τη μανιακή του Βλαχογιώργου διαταγή. Εγύρισαν όλοι· είδαν το φοβερό λεπίδι που τόπαιζε ψηλά στο χέρι ξεμανίκωτο, σα να τους εφοβέριζε όλους να τους περάση από την κόχη του. Ενόησαν και το φριχτό θυμό του πως θα ξέσπαγε.

Τα τραγούδια τους ήταν όλα τραγούδια της ζωής τους, του χωραφιού, της στάνης, του καλυβιού, της δουλιάς και της αγάπης τραγούδια και κάπου κάπου και κανένα της ξενιτιάς. Κλέφτικο όμως τραγούδι ουδ' ένα δεν άκουσα. Μα κι ο χορός τους ακόμα δεν ήτον ο πολύδιπλος και ζωηρός εκείνος χορός οπώβλεπα στα χωριά των βουνών.

Είδες το λαγουδάκι πώς τρέμει και σπαρταρά κάτου από το χνώτο του λαγωνικού; Έτσι έμοιαζε η Ελπίδα που ένοιωθε κοντά της το Δημητράκη. Άξαφνα όμως αντρειεύτηκε· έσεισε πεισματικά το κορμί και τινάχτηκε ολόρθη, στυλώνοντας απάνου του μάτια αυστηρά και παραπονιάρικα. Ο νέος αιστάνθηκε τη ματιά εκείνη σαν δάκρυ αρμυρό και πικρό στα φυλλοκάρδια του.

Ανατρέχοντας στα απώτατα αίτια, ο Θουκυδίδης εξηγεί τα σχετικά με την ανάπτυξη του Ελληνισμού από τους αρχαιότατους χρόνους, περιγράφει τη σύσταση και την ζωή των Πολιτειών Κρατών, δίδοντας μας έτσι μιαν άρτια εικόνα της ζωής των Ελλήνων. Η μετάφραση έγινε από τον Ι. Ζερβά. Τόμοι τέσσερις.