Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 2 Ιουνίου 2025


Μήνα ρώτησε καμμιά βολά για να μάθη; Τι τον έγνοιαζε για να ρωτήση; Κ' ύστερα, σα γέροντας, έλεγε, πως τα ξέρει όλα, αφού ήξερε κι ορμήνευε τους μικρότερους για τη τσομπάνικη ζωή· και να ρωτήση τώρα τους μικρότερους για τα Γιάννινα, του 'ρχόνταν ντροπή, ήτον περήφανος. Κ' έτσι τάπλασε αυτός στο λογισμο του σα μεγάλο τσελιγκάτο.

Μπορεί κανείς να ρωτήση τι σχέση έχει αυτό με τις ιδέες του Σαίξπηρ για το κοστούμι. Απαντώ ότι ένας δραματικός συγγραφεύς που έδωκε τέτοια σημασία στην ιστορικήν ακρίβεια των γεγονότων θα καλοδεχόταν την ιστορικήν ακρίβεια των κοστουμιών σαν τον πιο σπουδαίο βοηθό στην ιλλουζιονιστική μέθοδό του. Και δεν διστάζω να πω ότι έτσι τη δέχτηκε.

Έβαλαν τραπέζι και μια καλή φιλενάδα, που ήρθε για να ρωτήση μόνο κάτι τι και να φύγη, . . . και έμεινε, έκανε υποφερτή την ομιλία στο τραπέζι· με το ζόρι μίλησαν, διηγήθηκαν, ελησμόνησαν. Ο υπηρέτης ήρθε με τα πιστόλια στο Βέρθερο, ο οποίος με έκσταση του τα πήρε, όταν άκουσε πως η Καρολίνα του τα έδωκε.

Πρώτα ο Αποστόλης κ' ύστερα όλα τα παιδιά. Κ' εγώ πάντα κοντά της. Τη δουλειά μου στο σπίτι την είχα. Στον αυλόγυρο όλη την ημέρα. Τα βαρέλια εκεί, οι ντούγες, τα τσέρκια, τα σύνεργα όλα στον αυλόγυρο. Ντακ και ντουκ όλη την ημέρα. Δεν περνούσε ώρα να μην έρθη το Μοσχαδώ κοντά μου. Όλο και κάτι εύρισκε να με ρωτήση. Πότε για τα παιδιά, πότε για το φαΐ, πότε για το ένα, πότε για το άλλο.

Γιατί να μην εξακολουθήσουν όλα όπως αρχίσανε; Γιατί ήρθε κείνο που δεν το φοβόμουνα και μεγάλωσε κ' έγινε για μένα και για τους δικούς μου μια δύναμη περσότερο επικίντυνη παρά καθετίς άλλο, που είχα φοβηθεί προτήτερα; Μπορούσε να ρωτήση κανείς ακόμα γιατί δεν έρχουνται όλα όπως τα θέλει ο άνθρωπος ή γιατί δεν είναι στο χέρι του να γυρίση την εξέλιξη της ζωής όπως τη θέλει;

Πέρασε κοντά μου, μ' είδε πανιασμένον και με ρώτησε σιγαλινά: — Πού χτύπησες, πού σε πονεί; Στην ταραχή και στη λαχτάρα της ενόμισε πως είχα πέσει κ' εγώ. Και μώκαμε την ίδια ρώτηση που της είχα κάμει εγώ, όταν την πρωτόφερα στο λογισμό της μοναχός μου. Άσχημα έκαμα που είπα ότι μου την άρπαξαν πλέον από τα χέρια μου οι άλλοι κι ότι μ' αναμέρισαν ολότελα εμένα.

Ω, δεν ξέρεις, πόσο ευτυχισμένη μ' έκαμες! Αυτό το βράδι κάθησα αργά κ' έκαμα ό,τι δεν είχα κάμει συχνά όλο αυτό το καλοκαίρι. Συλλογιζόμουνα την Έλσα και με. Αδιάκοπα πρόβαλε ο στοχασμός: γιατί να με ρωτήση αν της επιτρέπω να πιστεύη στο θεό και να προσεύχεται.

Κι' αν μάθη η δόλια η μάνα μου κ' έρθη τη στρούγγα στρούγγα Και σας ευρή με τα λερά, για εμένα αν σας ρωτήση, Μην πήτε πως απέθανα, τι μ' έχει μοναχό της, Να ειπήτε ότι σας λέρωσεν η αναλλαξιά κι' ο κούρος, Να ειπήτε ότι μου ζήλεψαν την λεβεντιά η Νεράιδες Καιτα παλάτια τους συχνά τα ερημικά, με παίρνουν.

Τα νιάτα ογλήγορα απερνάν τα γηρατιά πλακόνουν, Και τούτο μόν εφάνηκαν η χάρες τελειόνουν. Καλοί, αχαμνοί, που διάβαιναν, οχ το λαό κοντά της, Μηδέ επεριεργάζονταν καθόλου τη θωριά της· Κανείς δεν καταδέχονταν μηδέ να τη ρωτήση, Μόν βιαστικά το δρόμο του τηρούσε ν' ακλουθήση. Στέκει, η Αλήθεια καρτεράει, στην άκρα απορριμμένη, Σε καταφρόνεσι πολλή, ψυχρή και παγομένη.

Πηγαίνω τώρα να βρω τον πατέρα της, και να του τη ζητήσω. Προξενητάδες ο γυιος σου δε θέλει. Άφησέ τον, και παιδί δεν είναι. Η μάννα, που να είταν άλλη φορά, τα ρούχα της θάσκιζε, τώρα δεν είπε τίποτις, μόνο έκαμε το σταυρό της, που δεν είχε τον τόπο του ο μεγάλος ο φόβος της. Και πρι να προφτάξη να τονε ρωτήση ποια είταν η μάγισσα που τον αποτρέλανε, χάθηκε ο Ηλίας από μπροστά της.

Λέξη Της Ημέρας

ολύμπου·

Άλλοι Ψάχνουν