Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 4 Ιουνίου 2025


Επειδή και μου ζητάτε τούτο με τόσην παρακάλεσιν, εξαναείπεν ο Ορμώζ, και καθώς πολύ σε συμφέρει διά να το μάθης, ιδού που σου λέγω, πως ο βεζύρης σου έχει όλον το δίκαιον, και είμαι και εγώ με την γνώμην του.

Οι δε τάφοι διά τους καταστραφέντας ούτω πως πρέπει να είναι μεμονωμένοι χωρίς να υπάρχη κανείς άλλος πλησίον των απολύτως, έπειτα να θάπτουν αυτούς εις τα παραμεθόρια μέρη από τα δώδεκα τμήματα, όσα είναι ακαλλιέργητα και αδέσποτα, και να τους θάπτουν χωρίς ευλογίαν και χωρίς να θέσουν επάνω εις τους τάφους των στήλας και ονόματα.

Και ευθύς που εμβήκα, τους εδιηγήθηκα πως ερχόμουν από την Ρετζίαν, με την οποίαν έως εκείνην την ώραν ευρισκόμουν εκεί.

Και το περισσότερον που με έθλιβεν ήτον, που εστοχαζόμουν πως εχαίρονταν και την αγαπημένην μου Ζεμπρούδαν.

Και πώς πάλι παραμόνευα στο τραπέζι, ή στη βραδινή μας συνάθροιση κάτω από το φως της λάμπας, εκείνη τη βιασμένη, την αφαιρεμένη έκφραση στο πρόσωπο της γυναικός μου, που ερχότανε σα σύννεφο και μας έκανε όλους βουβούς. Είτανε τότε σα να έφευγε η ψυχή της από μας και μας άφηνε μόνους.

Ακούς, τι άκουσα να λένε, πως η γρηά η Γκότσαινα, πούνε μάγισσα... — Ξωρκισμένη νάνε, παιδί μου, υπέλαβεν η Αρχόντω! — Μα ακούς, μάνα ... επανέλαβεν η κόρη, επειδή, αφού άπαξ ήρχισεν, ησθάνετο την τόλμην να εξακολουθήση. — Δεν ακούω τίποτα, είπεν αυστηρώς η Αρχόντω. Η κόρη «εποδαιώθη», κ' εσιώπησε.

Και πώς το ξεύρεις ότι είνε εκεί κάτω; την ηρώτησε με γέλοια μία συμμαθήτρια της. — Πώς; από τα παραμύθια. Μέσατην θάλασσαν βαθειά πολύ βαθειά εκεί, όπου λάμπει το νερό έως κάτω, όταν ο ήλιος ή η σελήνη το φωτίζουν, έχει το κρυσταλλένιο παλάτι της η καλή Νεράιδα, ακούει ό,τι της ζητούν τα παιδιά και έρχεται και τους τα δίδει. — Να δούμε, αν και τώρα σ' ακούση! είπεν η μεγαλειτέρα.

Μα το στόμα της έκανε μια καμπύλη σαν κλάμα και δεν καταλάβαινες πως γέλαγε παρ’ απ’ τη γλύκα που φώλιαζε σε κάτι λακκάκια και μέσα στις γωνιές των χειλιών της κι απ’ τα μαργαριτάρια που φέγγριζαν ανάμεσα στων χειλιών της τα υγρά κι ανοιγμένα ανθόφυλλα. . . Κι ο Νίκος έσκυβε απάνω στα μαλλιά της: το πρόσωπο του ήτονε χλωμό σα να φωτιζόταν από μέσα και στη χλωμάδα αυτήν τα μάτια του ξεχώριζαν ακόμα πιο σκούρα μες τα ματόκλαδα, σα βαθύ νερό σκιασμένο από κλαριά... . . Κάθε φορά που την άρπαζε τη Λιόλια σαν απ’ τον εαυτό της χαμένη στην αγκαλιά του, έσφιγγε τα χείλια του για να μην πετάξη η άχνα της ψυχής του, ξεροκατάπινε με το καρύδι πηγαινοερχάμενο από κάτι αλάλητο που τούκανε το σάλιο κόμπο και τούκλεινε το λαιμό, έρριχνε πίσω το κεφάλι, σάμπως να του ταρπάζη ο πόθος αποπίσω, στα δυο του τα χέρια, και να του το γύριζε τανάστροφα φιλιώντας του το στόμα. . . « Παντεσπάνι ! Παντεσπάνι ! » -φωνάζανε μερικοί πούχανε βαρεθή πια να περιμένουν την πόλκα να τελειώση για να βρουν κι αυτοί ντάμα.

Κατεβήκανε στης θεια Πασκαλιάς, και τη βρήκανε και συγύριζε κούτσουρα και τσουκάλια πριχού να πλαγιάση. Ανατρόμαξε στην αρχή, θαρρέψαντας πως είτανε Τούρκοι. Κάθισαν κοντά στη φωτιάλυχνάρι δεν είχεκι άρχισε και την ψιλορωτούσε ο Επίτροπος το τι ήξερε.

Δεν το πιστεύγω πως ήρθετε για να χορέψετε. Επά 'ν' όλο Χριστιανοί με τσι γυναίκες και τσ' αδερφίδες τως κιάν ήρθετε για να χορέψετε, έπρεπε να φέρετε κιαπατοί σας τσ' αδερφίδες και τσι γυναίκες σας. — Εμείς θα φέρωμε τσι γυναίκες μας να χορέψουνε με τσοι Ρωμιούς; είπεν ο Τούρκος πλησιάζων απειλητικώς τον Αέρα.

Λέξη Της Ημέρας

βαρδαλάαας

Άλλοι Ψάχνουν