United States or Turkey ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η διακόσμησις του νυμφικού εκείνου θαλάμου παραμένει εν πάση αυτής λεπτομερεία εις την μνήμην μου, και οσάκις την αναπολώ, μοι φαίνεται παράδοξον πώς οι γονείς της νέας απέβλεψαν εις μόνην την περιουσίαν μου και συνήνεσαν να εισέλθη η κόρη των ως νύμφη εις τοιούτον νυμφικόν θάλαμον.

Εγώ σαν τάκουσα, να τι είπα μέσα μου, σου ξεμολογούμαι: «Καλά, ανίσως δεν τον κάμη καλά η χάρι της, μπορεί, το ελάχιστο, να πεθάνη κει δα, να τον θάψω στο βουνό, για να γλυτώσω από έξοδα που δεν έχω, κι' από άλλα βάσανα και μπελάδες». Το χειρότερο, εφοβούμουν, αν πέθαινε στο σπίτι, μην κολλήση τίποτε στα ρούχα, και κολλήσω κ' εγώ. Όλοι μου λέγανε πως το χτικιό κολλάει.

Βλέπεις, καλέ Ιππία, ότι εγώ λέγω την αλήθειαν, διισχυριζόμενος ότι είμαι προσκολλημένος εις τας ερωτήσεις των σοφών; Και σχεδόν αυτό και μόνον το καλόν έχω επάνω μου, ενώ όλα τα άλλα μου είναι ποταπά. Δηλαδή όσον διά τα πράγματα πλανώμαι, και δεν γνωρίζω πώς είναι.

Το χαμογέλοιο της είναι λουλούδι που χρειάζεται μαλαματένια βροχή για ν' ανθίση. Σα να μου κάνης το διπλωμάτη, μα θαρρώ πως βρήκες το δάσκαλό σου.

Να πώς περιγράφει την περίοδο εκείνη της ζωής του άτυχου ποιητή ο Ernest La Jeunesse: «Από την ημέρα που πάτησε το πόδι του το δικό μας χώμα ξακολουθούμε να είμαστε μάρτυρες μιας φρικτής τραγωδίας, της προσπάθειάς του να ξαναζήση.

Το δε άλλο ήμισυ θέλετε να το ειπούμεν, ή πώς θέλετε να κάμωμεν; Αγαπητέ μου, αφού έχεις απέναντί σου Κρήτας και Λακεδαιμονίους, και αφού ωμιλήσαμεν περί μουσικής, παρελείψαμεν όμως την γυμναστικήν, τι φρονείς ότι θα σου απαντήση κανείς από τους δύο μας εις αυτήν την ερώτησιν;

Μια μέρα λοιπόν μου πρότεινε να πάμε μαζή στον Άγιο Θωμά, ένα μακρυνό χωριό, όπου ήτον παντρεμένη η μεγαλείτερή της αδερφή. Η πρόταση μάρεσε, γιατί είχ' ακούσει πως ο Άγιος Θωμάς ήτον από τα ωραιότερα χωριά. Ακόμη θαύρισκα εκεί και δυο φίλους μου από το γυμνάσιο. Έτσι θα ικανοποιούσα και τη ζωηρή περιέργεια της ηλικίας μου να ίδω νέα μέρη.

Αυτά λοιπόν εγώ μεν, φίλε Κλεινία, φρονώ ότι πρέπει να τα μανθάνουν οι νέοι. Διότι δεν είναι ούτε βλαβερά ούτε δύσκολα, επειδή δε εξ άλλου μανθάνονται ως παιγνίδια, θα ωφελήσουν, αλλά δεν θα βλάψουν διόλου την πόλιν. Εάν όμως κανείς φρονή αλλέως, πρέπει να τον ακούσωμεν. Πώς όχι;

Τηνε γλυκοφίλησες, λέει, απανωτά, και σέκαμε, λέει, και σκαρφάλωσες μια θεόρατη καστανιά σα νυφίτσα να της κόψης ένα τσαμπί, κ' ύστερα, λέει . . . — Σήκω, σήκω να πάμε σπίτι σου, και σου τα λέω. Δεν αξίζει εδώ. Κοίταξε πως αυτιάζουνται όλοι τους. Σηκώθηκαν οι τρεις τους, κ' ίσια στου Μιχάλη το σπίτι. Η Μιχάλαινα, ό,τι γύρισε κι αυτή από τη λειτουργιά.

Αυτά είνε αστειότητες. — Βέβαια είνε αστειότητες μήπως δεν είνε αστειότης να μου λέγης, ότι θα ψηφοφορήσης τον Εδρίς διότι τον έχεις κουμπάρον; — Και συ τάχα, διατί ψηφοφορείς τον Ομέρ σε παρακαλώ; — Διότι είνε άνθρωπος τίμιος και πλούσιος, και 'ξεύρω πως δεν θα κλέψη τα χρήματα του δήμου. — Θα τα κλέψουν άλλοι τριγύρω του, που είναι χειρότερον. Καλλίτερα μία βδέλλα χονδρή, παρά εκατόν μικραίς.