Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 4 Μαΐου 2025
— Φταίει κι' ο πατέρας της, ξαναείπε σε λίγο. Του κοριτσιού του ήρθε φρένα. Σημαδιακά λόγια τους έλεγε. «Εγώ θα πάω να τονέ βρω, δεν μπορώ να κάνω μοναχή μου. Θα πάω να τονέ βρω». Έλεγε και καλά πως ο Γιαννιός πνίγηκε. Δεν ήθελε να πιστέψη πως παντρεύτηκε.
Αφού όμως ενεδύθη την ιερατικήν στολήν όλην, εξήλθεν έξω και εχοροστάτησε, κ' έψαλλεν ο ίδιος όλον τον κανόνα, έμελλε δε να μεταβή εις τους &Αίνους& και ν' αρχίση τον ασπασμόν, όταν είς των βοσκών, όστις είχεν εξέλθη διά να ιδή πώς είχον αι αίγες του, επανήλθεν εις τον ναΐσκον και ανήγγειλεν ότι κάποιος φωνάζει βοήθειαν μέσα απ' του Χαιρημονά το ρέμμα, και ότι είνε βαθειά κάτω και δεν τον είδε, μόνον την φωνήν του ήκουσεν.
Ώστε, εάν είμεθα φρόνιμοι δεν πρέπει να ενασχοληθώμεν περί των εν Σικελία Εγεσταίων, ανδρών βαρβάρων, αλλά πώς να προφυλαχθώμεν ταχέως από τας επιβουλάς πόλεως ολιγαρχικώς διοικουμένης.
— Θες να του παίξης; μούπε ο Βασίλης και μούδιδε το τουφέκι. Α δεν τόνε πιάση ο σκύλος, θα μας τόνε σιμώση και τότε του παίζεις. Ετοιμάστηκα, αλλ' όταν ο λαγός πέρασε κοντά μου, λησμόνησα την ετοιμασία μου. Κιαν ερχότανε κατά πάνω μου, φοβούμαι πως θα έβαζα στα πόδια. Αλλ' ο σκύλος κατάφερε να τον πιάση.
Το μόνο κακό είνε πως δεν ξέρουν ακόμα τον τρόπο για να τη φανερώσουν. Να, για πρόσεξε· δε σου φαίνεται πως η Αντρομάχη κλαίει τον Έχτορά της; — Μάννα μ', να σε ρωτήσουμε και να μας μολογήσης, Τίνος αφίνεις τα κλειδιά από τ' αρχοντικό σου ; Ρώταγε παραπονετικά η Ελπίδα.
Όσα όμως λέει κανείς ενός φίλου του, δεν τα καταστρώννει και στο χαρτί. Εγώ στο γράμμα μου εκείνο που μπήκε στο Άστυ, είπα κάτι και για σας, δηλαδή για το Χατζόπουλο· σαν έμαθα πως ο Χατζόπουλος κι ο Μποέμ, είναι το ίδιο, θύμωσα κ' είπα να σβήσω το μέρος που μιλούσα για τα δηγήματά σας. Μα θα πούνε, συλλογίστηκα, πως τόσβησα ίσως από πάθος, κ' έτσι τάφησα.
Δεν αισθάνεσθε ότι απατάτε τον εαυτό σας, ότι καταστρέφεστε εκούσια; Γιατί λοιπόν, Βέρθερε, εμέ ίσια ίσια; εμένα που ανήκω σ' άλλον; ακριβώς εμένα; Φοβούμαι, φοβούμαι πολύ πως μόνο το αδύνατο του να με αποκτήσετε σας κάνει να με επιθυμήτε με τόση ορμή. — Έβγαλε ο Βέρθερος το χέρι του από το δικό της και την κύτταξε με ένα μάτι απλανές και δυσαρεστημένο. — Σοφά! πολύ σοφά! εφώναξε.
Νόμιζε πως ένοιωθε επάνω στα χείλη της τη γεύση από τα δάκριά του – και ήταν η γεύση όλης της θλίψης, όλης της ανθρώπινης αδυναμίας.
Το πολύ έμπα-έβγα σ' ένα σπίτι, καταλαβαίνεις... Πώς να στο πω; Οι γειτόνοι, ο κόσμος... Δεν είπα να κόψωμε τις φιλίες, μα μια φορά και τόσο, όπως έρχονται κ' οι άλλοι φίλοι, νάρχεσαι να μας βλέπης. Μην το πάρης αλλοιώς... Με συμπαθάς μάλιστα...» Αυτά του είπα. — Μωρέ, τέτοια γαϊδούρια σαν κι' αυτόν, έκανε ο Μήτσος, με το γλυκό θέλουνε, ή να πάρης το στυλιάρι του μποτζαργάτη!
Να κοιμούνταν άραγες οι βάρβαροι εκείνοι ως τα τότες; Να μην είχαν τάχα κάμει περιοδείες σε διάφορα γειτονικά μας μέρη οι περίφημοι οι Γότθοι, καθώς κι άλλες άγριες φυλές της Ευρώπης, πρι να κατεβούνε στο Ρήνο και στον Ίστρο από τα Σκαντιναβικά και τάλλα βορεινά τους φωλιάσματα; Το βέβαιο είναι πως και μας ξέρανε και μας βλέπανε.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν