United States or Indonesia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Το συγγενολόγι του κυρ Θωμά μήτε να την ακούσουνε δεν ήθελαν. Μέσα στα ρομάνια εκείνου του κάμπου την έπιασαν τη δύστηνη οι πόνοι μια μέρα! Είταν οι πόνοι της άνομής της αγάπης. Καλά που δεν πρόφταξε να γεννηθή το κακόμοιρο το παιδί. Το πήρε μαζί της η μάννα, και πήγανε στον άλλον τον κόσμο.

Απ' του Χάρου τα δόντια, είπε ο λοστρόμος. — Τώρα ν' αφήσουμε την «Αθηνά» και να πιάσωμε τον Μοναχάκη, είπε ο Γερο-Φλώκος. Τον πονούσε η ψυχή του. Έβαλε όλα τα γιατροσόφια του κάτω, μα του κάκου. Τον Μοναχάκη τον έψηνε η θέρμη στο στρώμα. Οι πόνοι τον έσφαζαν. ... Σε πέντε ημέρες, Κυριακή ημέρα, το απομεσήμερο ρίχνανε την άγκυρα στην πατρίδα.

Έτσι ο Κουλούφ με όλον που ήτον δαρμένος έτρεξε με χαράν προς την αγαπημένην του Δηλαράν και ωσάν την είδεν, ευθύς του εδιάβησαν οι πόνοι, της οποίας εδιηγήθη τα όσα επέρασεν εκείνην την ημέραν.

Η αγάπη του κρυφά τον συντυχαίνει. — Χωρίς ελπίδα, αφώτιστοι, θολοί, σκοτεινιασμένοι Πέρασαν χρόνοι ολόβολοι, και τώρα που σιμόνει Να φέξη η αυγή μας η γλυκειά, κι' η πίκρες μας, οι πόνοι Να σβύσουν σαν τη καταχνιά, βογγάς, καλέ μου, ακόμα; — Καϋμένη, δεν με κλαις και συ! του γάμου μας το στρώμα Τάχα σαν πού ονειρεύεσαι;... Είν' τα βουνά ψηλά, Το ρέμμα του Άσπρου είνε βαθύ, κι' ολόγοργο κυλά Κι' ούτε θεμέλιο στέριωσαν ως σήμερα οι μαστόροι.

Κ' έφερνε κρυμένα κάτω από το φόρεμά της τα σημάδια της εγχείρησης και δεν της λείψανε ποτέ οι πόνοι, μόνο τους λησμονούσε βιάζοντας τον εαυτό της, για να δίνη τη χαρά της ζωής σε κείνους που αγαπούσε, στα παιδιά της και σε με. Θυμούμαι όμως πόσο νωρίς είδα εκείνο το κάτι, που για να λησμονηθή έγινε όλη η συζυγική ζωή μας μια πάλη ατέλειωτη.

Ενθυμείτο τους στίχους τούτους, αλλά δεν ήθελε να τους τραγουδήση. Του εφαίνετο ότι δεν έχουν πλέον τον τόπον των. Τουναντίον, το άσμα της νυκτός εκείνης έκρινεν ότι ήτο προσφυέστατα το προσφιλές άσμα της Λιαλιώς: Πότε να κάμουμε πανιά, να πιάσω το τιμόνι, να ιδώ τα πέρα τα βουνά, να μου διαβούν οι πόνοι!

Κάθε Χριστιανού θα σκίσω 'γώ τα σωθικά και στους σκύλους την καρδιά του θε να ρίξω, αν στον αγαπητό του Καίσαρα να δείξω δεν κατορθώσω την αλήθεια. . . Γάιε, και συ Λουκά, βγάλτε του γρήγορα τα ρούχα και νυχτώνει, ίσως τον φέρουνε στα λογικά οι πόνοι. . . Ασπίδα λες από ελεφαντόδοντο έχει τα στήθεια κι' ίδιος καρπός το κάθε μπράτσο του φουσκώνει. ΓΥΝΑΙΚΑ. Ωιμένα!

Ο νέος έλαβε την τόλμην να την παρακαλέση·Πώς το έλεγες εκείνο το τραγούδι, που τραγουδείς κάποτε; — Ποιο τραγούδι; — Το τραγούδι... που λέει για πανιά, για τιμόνι... και για τα πέρα βουνά, εψέλλισεν ο νέος. Και πάραυτα ήρχισε μετά τρυφεράς μεσοφωνίας, μετά ψιθύρου παθητικού τόνου να υποτερετίζη: Πότε θα κάμωμε πανιά, να κάτσω στο τιμόνι, να ιδώ τα πέρα τα βουνά, να μου διαβούν οι πόνοι!

Έμενεν εν τούτοις ο πατήρ μου κατάκοιτος, υπέσκαπτε δε τας ολίγας δυνάμεις του ο πυρετός, και πόνοι δριμείς του αφήρουν τον ύπνον. Προησθάνετο τον θάνατον και τον επερίμενε γενναίως. Ημείς δε περί αυτόν, λησμονούντες τας ποικίλας του παρόντος στερήσεις και τα παρελθόντα αγαθά, εσκεπτόμεθα μόνον πως να τον ανακουφίσωμεν πάσχοντα και πως, ει δυνατόν, να τον σώσωμεν.

Παράκαιρα τον γέρασαν οι πόνοι. Τ' ανδρειωμένο του κορμί, πούνε σκυφτό πολύ. Η πίκραις του το λύγισαν, οι πόνοι όχι οι χρόνοι. Οι ίδιοι πόνοι αυλάκωσαν βαθειά το μέτωπό του, Που απ' το φως του φεγγαριού 'σαν κορυφή φωτίζεται, 'Σάν κορυφή 'ψηλού βουνού, κι' ασπρίζειτον λαιμό του Ξέπλεγη καιτους ώμους του η πλεξίδα κυματίζεται.