Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 17 Ιουνίου 2025


Ηρημώθησαν τα τεμένη, εγκατελείφθησαν τα ηρώα, κατηδαφίσθησαν οι ναοί. Το πυρ δεν καίει πλέον εις τας εστίας, και αι εικόνες των εφεστίων δεν κοσμούσι πλέον τα μέλαθρα. Τα στέμματα αφηρέθησαν από των μετώπων ημών, και ό,τι πρότερον ελατρεύετο, σήμερον εμποιεί αποστροφήν και φρίκην.

Δέσποτα, είπε με βαθείαν κατάνυξιν, βάλε πυρ εις την Ρώμην και εις το σύμπαν, εν τη λύπη σου, αλλά διατήρησον δι' ημάς την φωνήν σου! Οι παρεστώτες έμειναν εμβρόντητοι. Και ο ίδιος ο Νέρων εξεπλάγη. Μόνος ο Πετρώνιος έμεινεν απαθής.

τα πλοί' από τον πόλεμο σ' εφέραμε, 'ς την κλίνη σ' εθέσαμε, και με χλιό νερό τ' ωραίο σώμα καθάραμε και μ' αλοιφή· και δάκρυα θερμά χύναν 45 ολόγυρά σου οι Δαναοί κ' εκόψαν τα μαλλιά των. και ως τό 'μαθε η μητέρα σου, με ταις θαλάσσιαις κόραις ήλθεν από το πέλαγος, και ανάκουστη εσηκώθη βοήτον πόντο, κ' έφριξαν των Αχαιών τα πλήθη. και θα ωρμούσαν ν' αναιβούντα βαθουλά καράβια, 50 αλλ' άνδρας τους εκράτησε, πολλών και αρχαίων γνώστης, ο Νέστορας, οπ' αρεστήν έδιδε εις όλα γνώμη. εκείνος τους αγόρευσε καλόγνωμα και είπε : —Αργείοι, Αχαιόπαιδα, μη φεύγετε, σταθήτε· από το πέλαγος εδώ με ταις θαλάσσιαις κόραις 55 έρχεται η μάννα, το νεκρό παιδί της ν' αγκαλιάση.— κ' οι μεγαλόψυχοι Αχαιοί τον άκουσαν κ' εμείναν. γύρω σου η κόραις στήθηκαν του γέρου της θαλάσσης, εμοιρολόγαν, και άφθαρτα φορέματα σ' ενδύσαν. καλόφωνα, με την σειράν, η εννέα Μούσαις όλαις 60 θρηνολογούσαν και άδακρυ δεν ήταν μάτι Αργείου· τόσο η γλυκόφωνη βαθειά τους είχ' εγγίξ' η Μούσα. κ' ημερονύκτια δεκαεπτά σ' εκλαίαμ' ενωμένοι, αντάμ' οι αθάνατοι θεοί με τους θνητούς ανθρώπους. σε παραδώσαμετο πυρ, μες την δεκάτη ογδόη, 65 και αρνιά παχειά σου σφάξαμε και βώδια στριφοπόδα. καιόσουν συ μες των θεών τα ενδύματα με πλήθος μέλι γλυκό και μ' αλοιφή· και γύρω εις την πυρά σου ήρωες πάμπολλοι Αχαιοίτα όπλα εταραχθήκαν, πεζοί και ιππείς· και αλαλαγμοί σηκώθηκαν και κρότοι· 70 και, αφού του Ηφαίστου σ' έφαγεν η φλόγα, τα λευκά σου κόκκαλα εμείς, το χάραμμα, συνάξαμε, Αχιλλέα, 'ς αλοιφή και άδολο κρασί, μέσατον αμφορέα απ' έδωκε η μητέρα σου, του Διονύσου δώρο, χρυσόν, και φιλοτέχνημα του δοξασμένου Ηφαίστου. 75 κει τα λευκά σου κόκκαλα είν', ένδοξε Αχιλλέα, με του Πατρόκλου ανάμικτα του προαπεθαμένου, και του Αντιλόχου χωριστά, 'που των συντρόφων όλων, αφού 'πεσεν ο Πάτροκλος, εξόχως προτιμούσες. και ολόγυρά τους θαυμαστόν σηκώσαμε και μέγαν 80 τάφον, ο ιερός στρατός των λογχιστών Αργείων, εις άκραν άκρης, 'ς τον πλατύν Ελλήσποντον επάνω, να τον διακρίνουν φανερά μακρόθε απ' τα πελάγη όσοι ζουν σήμερα θνητοί και όσοι κατόπι θα 'λθουν. και των θεών εζήτησεν η μάννα σου βραβεία 85 ωραία και τα πρόβαλετους πρώτους των Αργείων. πολλαίς σου έτυχε τα ιδής ταφαίς ανδρών ηρώων, ως, όταν συμβή θάνατος μεγάλου βασιλέα, οι νέοι ζώνοντ' άρματα, βραβεία να κερδίσουν· αλλ' εκείνα θα θαύμαζες εξόχως τα βραβεία, 90 'που πρόβαλ' η αργυρόποδη η Θέτιςτην ταφή σου· ότι πολύ σ' αγάπησαν οι αθάνατοι, Αχιλλέα· κ' ιδού τώρ', αν και απέθανες, δεν 'χάθη τ' όνομά σου, κ' αιώνια θα δοξάζεσαιτα γένη των ανθρώπων. αλλ' απ' τον πόλεμον εγώ τι κέρδος τώρ' ευρήκα; 95την γη μου φρικτόν όλεθρον μ' είχ' ετοιμάσει ο Δίας απ' της μιαρής συντρόφου μου τα χέρια και του Αιγίσθου».

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΣΤ'. &Την κεφαλήν πλάττουσι σφαιροειδή, ίνα κατοική εν αυτή η λογική ψυχή, και θέτουσιν επί της κορυφής του σώμα- τος, όπερ είναι το όχημα αυτής. Εις το έμπροσθεν μέ- ρος, εις το πρόσωπον προσέδεσαν τα όργανα των αισθή- σεων και μάλιστα τα φωσφόρα όμματα, άτινα εμπεριέ- χουσι πυρ μη καίον, αλλά φωτεινόν.

Αλλ' όταν ανηγγέλθη ότι ο θεός ήρχισεν ήδη να πυρπολή την χώραν και να κατακαίη τας πόλεις με τους κατοίκους• ν' ανάπτη δάση και εντός ολίγου να γεμίση φωτιάν τας Ινδίαςδιότι Διονησιακόν όπλον είνε το πυρ, προερχόμενον εκ του πατρικού κεραυνούτότε ήρχισαν με σπουδήν να οπλίζωνται.

Οι δε Αιτωλοί, ταχύποδες και ελαφρώς ωπλισμένοι, ηκόντιζον τους φυγάδας και καταδιώκοντες αυτούς από κοντά, τους έφθανον και τους εφόνευον· τους πλείστους όμως, παραπλανηθέντας εις τον δρόμον και εμπεσόντας εις δάσος αδιέξοδον, ανάψαντες πυρ κατέκαυσαν.

Η Πηγή εστράφη πάλιν προς την εστίαν και εξηκολούθησε να φυσά διά νανάψη το πυρ. Ο δε Στρατής, εξακολουθών να πλύνη το τουφέκι, έλεγε προς τον Μανώλην ότι είχεν ανακαλύψη τα ίχνη ενός λαγού και θα μετέβαινεν το βράδυ να τον παραφυλάξη εις το φως της σελήνης.

Ο μπάρμπα Κωνσταντός δεν απέσπα το βλέμμα από τας κυανάς και κοκκίνας υάλους της θυρίδος του ιερού βήματος, ήτις εφαίνετο προσελκύουσα αυτόν ως μαγνήτης, και νοερώς συνέκρινε την σχετικήν ανάπαυσιν ην θα είχεν εις τον Άγιον Χαράλαμπον, όπου θα εύρισκε ζεστόν κελλίον με άφθονον πυρ και καφέν προ της Αναστάσεως, με γάλα και αυγά μετά την λειτουργίαν, και διπλούν θαλπερόν και αναπαυτικόν ύπνον προ και μετά την ακολουθίαν, με την ερημίαν, με τους βράχους, τους σχοίνους και τας κομαριάς του Αγ.

Οι λόγοι εκείνοι πληροφορούσι πάντας τους υιούς των ανθρώπων ότι η ημέρα της αμερίμνου ηδονής και της βλασφήμου απιστίας θα έχη παρομαρτυρούσαν την ημέραν της καταδίκης· η μακροθυμία του Θεού υπομένει, η σιωπή Του μένει αδιάρρηκτος, αλλ' ημέραι έρχονται ότε Εκείνος θα λαλήσει διά βροντής, και θα εκκαυθή ως πυρ η οργή Του.

Διότι δεν πρέπει μίαν φοράν να το ειπούμενεις αυτήν αρμόζει να είναι αόρατος και μόνον εις τον εννοοούντα καταληπτή, και να μετέχη της μνήμης και των υπολογισμών με συνδυασμόν των περιττών και των αρτίων αριθμών. Λοιπόν από τα πέντε σώματα που υπάρχουν πρέπει να δεχθώμεν ότι έν είναι το πυρ και έν το ύδωρ και τρίτον ο αήρ, τέταρτον δε η γη και πέμπτον ο αιθήρ.

Λέξη Της Ημέρας

προφητεύσω·

Άλλοι Ψάχνουν