Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 28 Ιουνίου 2025


Λες πως πλαγιάζουν και χουζουρέβουν και πως τις βάζει ο ήλιος να κοιμηθούν· «Εδώ μ' αρέσει, αχτίδες μου χρυσές, εδώ μ' αρέσει να σας βλέπω· αφανίζεστε όλη μέρα απάνω στις κορφές, στα καλντερίμια, στις κοφτερές τις πέτρες· εδώ κάτω να ξεκουραστήτε· έχετε στρώμα κι απακκούμπιΈνα πρωί, από τ' Απεράθου, είδα και την Αμοργό. Είταν ψιλούτσικη καταχνιά, μια περίεργη καταχνιά, σα φωτολουσμένη.

Ο Αγαθούλης τάχε χάσει και δεν καταλάβαινε καθόλου πως ήτανε ήρωας. Ένα ωραίο ανοιξιάτικο πρωί αποφάσισε να πάει να περπατήση, βαδίζοντας ολόισα μπροστά του, και πιστεύοντας πως ήτανε προνόμιο του ανθρωπίνου γένους, καθώς και του ζωικού, να μεταχειρίζονται τα πόδια τους, όπως τους αρέσει.

Αν δεν την ήξερα όχι εκατό φλωριά, αλλά και χίλια αν είχα θα μου τάπαιρναν οι κλέφτες. Κοιμήθηκε το βράδυ εκεί πέρα και την άλλη μέρα πρωί πρωί ξεκίνησε. Περπάτησεπερπάτησε και το βράδυ έφτασε σ' έναν άλλο σταθμό. Εκεί που ετοιμάζονταν να φάγη λαβαίνει κάλεσμα από τον άρχοντα του τόπου, να πάη στον πύργο του. Θέλοντας και μη, κίνησε και πήγε.

Εργατικός πολύ και τιμιώτατος, αγάπησε πολύ τον Άνθιμο και ο Άνθιμος τον αγάπησε· μα ο παππά Συνέσιος δεν τον αγαπούσε και κάθε λίγο τον εβασάνιζε και τον αδκούσε, με χίλια δύο. Τα υπόμενε ο καϋμένος ο Σταυράκης και μόνον ήλεγε πότε πότε τα παράπονά του στον Άνθιμο. Εκείνο το πρωί ο Σταυράκης επήγε κ' ευρήκε τον καλόγερο.

Κι' άξαφνα, στα 1453, τις εικοσιενιά του Μάη, μέρα τρίτη, πρωί πρωί, να σου πεταχθή, λέει, στη μέση ένας ήρωας, και με σκουριασμένο σπαθί στο χέρι να σου στρώνη τους Γενιτσάρους καθώς χυνόντανε σα δράκοι από μια πόρτα μέσα στην κακομοιριασμένη την Πόλη! Κ' ύστερα, λέει, να πέση κι αυτός από πάνω τους, αποφασισμένος σαν το Λεωνίδα, αγνώριστος σαν τον Κόδρο! Τι σου λέει αυτό το πράμα, παιδί μου!

Λες κ' είχε χέρια ο Αράπης κ' έπιασε γερά την σκούνα και την εσήκωσε σαν μάννα του. Εσηκώθηκε αμέσως και ο καπετάν Φώκας. Όλοι εκάμαμε τον σταυρό μας. Άρχιζε τότες και να μολυβίζη. Εχάραζε και εβλέπαμε της στεριαίς. — Γεια σου Παπαδράκο! φωνάξαμε όλοι, που τον εβλασφημούσαμε προτήτερα. Τα πρωί εξημερώσαμε ανοιχτά από την Σκύρο. Ανασάναμεν. Εξημέρωσεν ο Θεός την ημέρα.

&1854, Φλεβαριού 26&. Των Αγίων Θεοδώρων ο καπετάν Θοδωράκης Γρίβας στο Κουτσουλιό πολέμησε με τ' ασκέρια του Αβδή πασά από το πρωί ως στο βράδυ με ολίγα παλληκάρια και με το γιο του το Δημητράκη. Το βράδυ τ' ασκέρια φοβήθηκαν μην πλακώσουν και Σουλιώτες και γύρισαν στα Γιάννινα και την αυγή ο Γρίβας έφυγε για το Μέτσοβο.

Άν ποτε εισέπλεε καμμία σκούνα με τους ιστούς της υψηλούς, με τα ιστία κατάλευκα, με την σημαίαν κυματίζουσαν, την εκαμάρωνεν ως του υιού της την σκούνα. — Ας ήρχετο έτσι δα, και ας πέθαινα, Παναγία μου! Έκαμνε τον σταυρόν της. Πρωί και βράδυ εκολλούσεν ένα κεράκι προ της εικόνος του τιμίου Προδρόμου, εν τω όρθρω και τω εσπερινώ. Γιαννάκην έλεγαν τον υιόν της.

Σε δέκα μέρες μέσα κιτρίνισε και μαράθηκε κ' έγινε σαν το θειαφοκέρι «Βρε καλέ μου, βρε κακέ μου. Τι έπαθεςΤίποτα αυτός. Τσιμουδιά! Το χαβά του. Τον πόναγε η ψυχή μου. Κάναμε και κακό ταξίδι, Γεννάρης μήνας· ποδίσαμε και στη Σκύρο· μας κλείσανε οι καιροί, μην τα ρωτάς. Τέτοια γρουσουζιά δεν την ματάχα δει. Σα φτάσαμε με το καλό στο Βώλο, ένα πρωί τονέ χάνω. Αγγελής εδώ, Αγγελής εκεί. Τίποτα.

Αλλά διατί να αναφέρω μόνον τους Έλληνας, αφού και οι Ινδοί, όταν το πρωί εγείρωνται εκ του ύπνου, δεν προσεύχονται προς τον ήλιον, όπως ημείς οι οποίοι φιλούμεν την χείρα και νομίζομεν τούτο αρκετόν διά την προσευχήν εκείνην, αλλά στρεφόμενοι προς ανατολάς χαιρετούν τον ήλιον χορεύοντες και μιμούνται τον σιωπηλόν χορόν του θεού τούτου• τούτο δε είνε διά τους Ινδούς και προσευχή και χορός και θυσία και κατ' αυτόν τον τρόπον προσεύχονται εις τον ήλιον δις της ημέρας, κατά την πρωίαν και κατά την δύσιν.

Λέξη Της Ημέρας

αναστασίας

Άλλοι Ψάχνουν