Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 28 Ιουνίου 2025


Η Ουρανίτσα ξαφνιζότανε στον ύπνο της, άκουγε τόνομά της «Ουρανίτσα μου, χάθηκαΠεταγότανε από το στρώμα σαν την τρελλή. Τίποτε. Ήταν όνειρο. Μόνο η νοτιά βούιζε όξω, και τα κύματα, που σπάζανε στο μώλο, χτυπούσαν στα τζάμια σα χαλάζι. ...Εκείνο το πρωί σηκώθηκε ήσυχη κ' ευχαριστημένη. Είχε δει καλό όνειρο.

Αγοράζουσιν ενίοτε, αλλ' εν παρέργω ή εν εσχάτη ανάγκη· ένα πήχυν ίσως ταινίας οιασδήποτε ή ημίσειαν δωδεκάδα κομβίων, αν μετά δίωρον βάσανον του δυστυχούς εμπόρου και ατελείωτον λογοκοπίαν αισθανθώσι το ερύθημα της εντροπής· ή ακριβώς μεν εκείνο, διό εξεκίνησαν πρωί από της οικίας των, αλλά μετά πεντάωρον ριζικήν ανασκάλευσιν όλων των εμπορικών καταστημάτων από του πρώτου μέχρι του τελευταίου.

Μάταια απλώνω τα χέρια μου προς αυτήν το πρωί όταν ξυπνώ από βαρειά όνειρα, μάταια την ζητώ την νύκτα στην κλίνη μου, όταν κανένα καλό, αθώο όνειρο με ξεγέλασε σαν να καθόμουν κοντά της στο λειβάδι και να κρατούσα το χέρι της και να το σκέπαζα με χίλια φιλήματα.

Πως με τα λόγια κάθε μέρα από το πρωί ως το βράδυ μας πολεμούνε, μας σφάζουν, και μέσα στην Αγιά Σοφιά τα Νικητήριά τους ψάλλουν! Βάη, βάη, Ντελή Ορούμ, βάη! Στον κόσμο ρεζίλι γένηκαν, που δυο τρεις βράχους να κυβερνήσουνε δε γροικούν, και καράβια σιδερένια, λέει, κάμανε, να μας καταχτήσουν ε! Βάη, βάη, Ντελή Ορούμ, βάη!

Κι' απ' τη στιγμήν εκείνη ο Παύλος δε συλλογίστηκε τίποτε άλλο στον κόσμο, ούτε στον ύπνο του ακόμα, ούτε στόνειρό του, γιατί όλα τα ζήλευε η Παυλίνα, ακόμα και τα όνειρά του. Κ' εκείνη δεν ήτανε ακόμα ευχαριστημένη απ' τα χαρίσματά του και κάθε πρωί του ζητούσε καινούργιο χάρισμα και κάθε βράδυ καινούργιο.

Με εκύτταξεν ασκαρδαμυκτί, χωρίς να προφέρη λέξιν. Τι τον παρώργισεν; Η ανακάλυψις ότι τους είχα ίδει το πρωί, ή η ανάμιξίς μου εις πράγματα υπερβαίνοντα την δικαιοδοσίαν μου; — Κύριε υπασπιστά, επανέλαβε ψυχρώς· εκείνη που 'ξεύρω δεν αγαπά τους δειλούς. Ενόησα ότι ήτο περιττόν να επιμείνω. — Καλά, Μίρτε, είπα, και του έτεινα φιλικώς την χείρα. Ο Θεός μαζί σου!

Κάτω εις την βάσιν του κρημνού, μίαν σπιθαμήν προ της άλμης του κύματος, επί της πέτρας της προβλήτος, ρέει βρύσις γλυκύ, ψυχρόν, παγωμένον νερόν. Το πρωί πολλάκις πλησιάζουν από του πελάγους ψαράδες με την βάρκαν, διά να πίουν και να γεμίσουν τα βαρέλια.

Αν τ' αφίσης, θα γίνη ως το πρωί όλο λεκέδες. Ο λ γ ί ν α. Λοιπόν ο γάμος; δεν μας είπες; Μα δεν μου λέτε θα ξενυκτίσετε αυτού μέσα, δεν θα κοιμηθήτε απόψε; Ετρελλαθήκατε; Κα Μ ε μ ι δ ώ φ. Άρα γε μας άκουσε! Γλήγωρα. Φθάνει η φλυαρία. Αύριο δεν θάχετε σηκωμό. Ο λ γ ί ν α. Ουφ! Τι τον μέλει πάλι πότε θα κοιμηθούμε. Μας τυραννεί αυτός ο πατέρας. Αι! φτάνει σας. Πάμε! Λ έ λ α.

Πλέοντες εις την ανοικτήν θαλασσαν έφθασαν το πρωί μεταξύ της Χερσονήσου και του Ρείτου εις τον αιγιαλόν όπου υψούται ο Σολύγειος λόφος και επί του οποίου εγκατασταθέντες τον παλαιόν καιρόν οι Δωριείς επολέμουν κατά των εν τη πόλει Κορινθίων, οι οποίοι ήσαν Αιολείς· ακόμη δε και σήμερον σώζεται εκεί κώμη ονομαζομένη Σολύγεια.

Πουλούσε περισσότερα μπλάστρια από καφέδες και λουκούμια. Ο Καπετάν-Μοναχάκης, όταν τύχαινε στο λιμάνι, κατέβαινε ταπομεσήμερο στον καφενέ να φουμάρη τον ναργιλέ και ν' ανταμώση τον ξάδερφο του τον Γιαννιό τον Μελιγκόνη. Μελιγκόνης ήταν το παρατσούκλι του, γιατί παραπατούσε πάντα σαν τον μέρμηγκα, παρμένος από το πρωί ως το βράδυ. Ωστόσο τον αγαπούσε ο Καπετάν- Μοναχάκης και τον έκανε χάζι.

Λέξη Της Ημέρας

αναστασίας

Άλλοι Ψάχνουν