Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 26 Ιουνίου 2025


Αυτά 'πε κ' εγώ προς αυτόν απάντησα και είπα• Γνωρίζεις, γέρε, — τι ερωτάς τούτα, να με πλανέσης; — 465 'πουτο νησί τόσους καιρούς κρατιούμαι, και ουδέ τέλος δύναμαι ναύρω, και η καρδιά της συντροφιάς μου λυόνει. αλλά συ 'πέ μου,—και οι θεοί γνωρίζουσι τα πάνταποιος μ' εμποδίζει των θεών, και μ' έδεσε εις τον δρόμο, και πώς, το μέγα πέλαγος σχίζοντας, να γυρίσω. 470

ΜΠΕΜΒΟΛΙΟΣ Να, έρχεται. Παρακαλώ, αφήσατέ μας μόνους. Θα καταφέρω να μου ‘πή ποιος είναι ο καϋμός του. ΜΟΝΤΕΚΗΣ Άλλο δεν ήθελα κ' εγώ παρά να κατορθώσης να σου ανοίξη την καρδιάν. — Πηγαίνωμεν, γυναίκα. ΜΠΕΜΒΟΛΙΟΣ Εξάδελφε, καλόν πρωί! ΡΩΜΑΙΟΣ Είναι πρωί ακόμη; ΜΠΕΜΒΟΛΙΟΣ Μόλις εσήμαναν εννηά.

Πρώτα πρώτα, πώς έβαλε τέτοιο πράμα με το νου του; Τι; γιατί δίνει στην Ελένη μαθήματα μουσική, πρέπει να πάη να την αγαπήση; Ποιος καφκιέται μπροστά μου για αγάπη; Εγώ τον έφερα στο σπίτι. Εγώ να του δώσω δρόμο. Αμέσως να πάρη άλλο δάσκαλο η Ελένη, να μην είναι, να μην είναι πάντα στο μάθημα η Λέλα. Να φύγη αφτός, να ξεπαστρεφτή, να μη φανή πια. Να χαρούμε την αγάπη στα γεμάτα.

ΧΟΡΟΣ Στους θεούς χρωστούμε που είν’ άπαρτη η πόλη και των εχθρών το πλήθος ο πύργος βαστάει° ποιος τάχα μπορεί να μη στέργει μας τούτα; ΕΤΕΟΚΛΗΣ Των θεών το γένος να τιμάς δεν σ’ εμποδίζω° μα όμως, δειλούς για να μην κάνης τους πολίτες, κάθου ήσυχη και μην πάρα πολύ φοβάσαι. ΧΟΡΟΣ Πρόσφατο σύσμιχτο πάταγο ακούγοντας με δειλιασμένη τρομάρα σ’ αυτή την ακρόπολη, τίμιαν έδρα των θεών, έτρεξα.

Εμείς οι Τούρκοι λέμε, πως όλ' οι Χριστιανοί θα πάνε στην κόλασι· μα σαν συλλογιούμαι το καλό που έκαμεν η μητέρα σου, λέγω με τον νουν μου: Σαν δεν πάγ' αυτή η Χριστιανή στον παράδεισο, δεν ηξεύρω ποιος Τούρκος θενά πάγη! Ας είναι δα! Ταις βουλαίς του Θεού κανείς δεν ταις ηξεύρει! Όλον εκείνο τον καιρό το είχα χαμένο το παιδί μου.

ΠΑΝ. Χαίρετε, ω Ερμή και Δικαιοσύνη. ΔΙΚ. Χαίρε και συ, Παν μουσικώτατε και χορευτικώτατε εξ όλων των Σατύρων, εις τας Αθήνας δε και πολεμικώτατε. ΠΑΝ. Και ποίος καιρός σας έφερεν εδώ, ω Ερμή; ΕΡΜ. Η Δικαιοσύνη θα σου διηγηθή τα πάντα• εγώ δε ανεβαίνω εις την Ακρόπολιν διά το διαλάλημα. ΔΙΚ. Ο Ζευς, ω Παν, με έστειλε να διεκπεραιώσω τας εκκρεμείς δίκας. Συ δε πώς τα περνάς εις τας Αθήνας;

Ποίος δε τότε και πόσος ο αλαλαγμός ημών και η αγαλλίασις! Ο νέος και διαπρεπής της Ελλάδος φίλος αίρεται φυσικώ τω λόγω μέχρι τρίτου ουρανού, και πανηγυρίζεται όπως μας επανηγύρισεν.

Κάποιο γαμπρό μελετούσανε οι δυο γερόντοι. Ύστερα θυμήθηκε μια μέρα του Μαρτίου, που ρίξανε το καινούργιο καράβι του πατέρα της στη θάλασσα. Το καράβι είχε τόνομά της: «Ταρσίτσα» κι' αυτό. Ποιος ξέρει πού να βρίσκωνται τώρα τα μαδέρια του και τα στραβόξυλά του, χρόνια ναυαγισμένο στη Μαύρη θάλασσα! Εφτά χρονών ήτανε τότες η Ταρσίτσα, μα το θυμάται σαν και σήμερα.

Ένας ναυαγός της ζωής, που έζησε της οκτώ αυτές ημέρες των αγώνων σαν κολασμένος. Που μέσα, κει, εις την λευκή του Σταδίου λάμψι, στην εορτή της ώμορφης νεότητος, στη δόξα την υπέρλαμπρη του αθλητισμού, έννοιωσεν όλη την αθλιότητα της ιδικής του της ζωής, όλο το πόνο και την απόγνωσι μιας ευτυχίας, όπου αυτός κατέστρεψε με τα ίδια του τα χέρια. Μ α ρ ί α. Αλλά ποίος σου είπε; Κ ώ σ τ α ς.

Α! ποιος θάβανε ποτέ με το νου του τέτοια προδοσία. Τη νύχτα, σαν απόφαγε ο Βασιλιάς και οι άνθρωποι του κοιμήθηκαν στην αίθουσα που ήτανε κολλητά στη δική του, ο Τριστάνος, κατά τη συνήθειά του, ήρθε στο δωμάτιο του Βασιληά Μάρκου. «Ωραίε ανηψιέ, κάνετε το θέλημά μου: την αυγή θα καβαλήστε και θα πάτε στο Καρδουέλ αυτή την επιστολή στο Βασιληά Αρθούρο, να την ανοίξη μπροστά σας.

Λέξη Της Ημέρας

πνευματωδέστερος

Άλλοι Ψάχνουν