Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 17 Ιουνίου 2025


Η Αρχαιολογία στην εποχή εκείνη δεν ήταν σκέτη επιστήμη για τον αρχαιοδίφη, ήταν μέσον που μπορούσαν μ' αυτό ν' αγγίζουν στη στεγνή σκόνη της αρχαιότητος αυτή την πνοή κι ομορφιά της ζωής και να γιομίζουν με το καινούργιο κρασί του ρομαντισμού μορφές που αλλοιώτικα θα ήταν παληές και φαγωμένες.

Αγνάντια μου ένα εκκλησιδάκι κατάκορφα στον αντικρυνό βράχο, άσπριζε φανταστικά, κι ο μετάλλινος σταυρός του ψηλά, άσπριζε φανταστικώτερα στο φως του φεγγαριού. Κι ανάμεσα στ' άγριο εκείνο στένωμα των βράχων και των σπηλιών σιγαλιά θανάτου κι ανυπαρξίας, κι ύπνου βαθύτατου. Καμμιά πνοή, καμμιά ανάσα, καμμιά ζωή ολόγυρα, μονάχα ένας γρύλλος τρυπωμένος εκεί κοντά μου, έτριζε ακούραστα και μονότονα.

» Και το Γιάννο ν’ αγαπήση-ήση-ήση-ήση.... » Όσο εδώ στον κόσμο ζήση, -ήση-ήση-ήση.... » Με καρδιά και με ψυχή-χή-χή-χή.... » Ως την ύστερη πνοή, -ή-ή-ή— » Κι’ ως τη μαύρη μέσα γη-η-η-η.... » Η αγάπη της να ζη-η-η-η...»

Δε φταιν αυτοί, μα εγώ πούσφαλα κεθάρρεψα πως είν' αθρώποι και πως αξίζουν να τσοι ψυχοπονέση άθρωπος. Έπειτα, σαν να ήτον όνειδος η αρρώστεια, μας έδωκε τη φρικτότερη εικόνα για την κατάσταση της άρρωστης. Δεν είχε πεια πνοή, παρά για να βήχη. Και τόσο την έπνιγε καμμιά φορά ο βήχας, που μελάνιαζε και φοβόσουν πως θα τελείωνε.

Είπε ακόμα μια φορά τόνομα του Σβεν, σα να ήθελε να πη πως τον βλέπει, πως πηγαίνει σ' αυτόν. Μα έπειτα σωριάστηκε. Και μεις καθόμαστε κει χωρίς πνοή, περιμένοντας αχόρταστα ένα σημάδι πως δε μας άφησε ακόμα, πως δε μας έφυγε ακόμα. Τότε άνοιξε το αριστερό της μάτι, σαν το Σβεν μια φορά, και το βλέμμα της γύρεψε το δικό μου. Έσκυψα απάνω της κ' είδα πως πολεμούσε να μιλήση.

Ήδη τα ελαιοτριβεία είχον αρχίσει την εργασίαν των, εκ των πυραύνων των οποίων εξήρχετο ο ελαιώδης καπνός, η πνοή της καιομένης πυρήνας. Βαρέα τινά πατήματα ως λαθρεμπόρων, ηκούοντο εις τας στενωπούς, αίτινες εβούιζον υποκώφως. Οι εργάται από των οικιών μετεκόμιζον εις τα ελαιοτριβεία τας ελαίας προς έκθλιψιν.

Το όνειρο αυτό σου το πνιγμένο κλαίμε, πράξεις κι ονείρατα ένα στη ζωή· με τον πόθο της το όνομά σου λέμε, είσαι ο βαθύς καημός της μπρος μας συ· και αναπαυμένο ο νους μου δε σε βάνει μες στο θλιμμένο που άραξες λιμάνι. Πνοή σου ήταν το πάλεμα κι η αντάρα, βαθιά χαρά σου το θερμό το φως· ω πως μπορεί και σβει τόση λαχτάρα!

Άκρα σιγή και ησυχία επεκράτησεν εντός του σκοτεινού θαλάμου, μετά τον τελευταίον βήχα και τον κλαυθμηρισμόν του θυγατρίου, τα οποία τόσον αποτόμως διεκόπησαν. Η Φραγκογιαννού είχε κύψει το πρόσωπόν της, και είχε στηρίξει με τας δύο χείρας το μέτωπον, και είχε παύσει να σκέπτεται. Της εφαίνετο ότι δεν έζη πλέον. Ούτε η πνοή της ηκούετο. Πας θόρυβος είχε παύσει.

Και έτσι μέσ' στα χέρια του, ενώ η ζωή της φεύγει και λίγη ακόμη μένει της πνοή, ζητάει ακόμα μία φορά τα μάτια της να ιδούν το φως του ήλιουγια τελευταία της φορά, πριν κλείσουνε για πάνταΜα τώρα ας πάω να τους πω πως ήρθατε. Βεβαίως οι βασιλιάδες πάντοτε δεν αγαπώνται τόσο, ώστε να τρέχη ο λαός τριγύρω τους, σαν τύχη να τους σπαράζη συμφορά. Εσείς παληοί είσθε φίλοι. ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ Αλλοίμονον!

Ο κόσμος εκύτταζε χωρίς φωνή, χωρίς πνοή... Ύστερα μονομιάς από πολλών τα στήθια εβγήκ' ένα «Μέγας ει, Κύριεκαι δυο τρεις χωριάτισσες είπαν «Χριστός 'δε σέρ- Μαρία

Λέξη Της Ημέρας

αρματώση

Άλλοι Ψάχνουν