Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 17 Ιουνίου 2025
Εγώ έλεγα πως είμαι πεθαμένη και πάλι στον κόσμο βρίσκομαι». Λες και είχε παρακαλέσει την Παναγιά να την αφήση κορακοζώητη στον κόσμο. Και κορακοζώητη έμεινε. Ογδόντα χρόνων έφτασε, ποτίζοντας το χώμα με τα δάκρυά της, γεμίζοντας τον αέρα με τους αναστεναγμούς της, ως που στερέψανε κ' οι βρύσες των ματιών της κι' ως που δεν της έμεινε ούτε πνοή ν' αναστενάξη.
ΒΕΡΑ — Και όμως πρέπει να είναι γενναίος κανένας. Γενναίος ως το τέλος. Είναι αρκετό ακόμα να μπορή να ζήση ο άνθρωπος μ 'ένα όνειρο, που δεν τώσβυσε με την ίδια την πνοή του. Ας ζήσωμε με αυτό. Είναι κάτι τι και είναι πολύ, σε βεβαιόνω. ΦΛΕΡΗΣ — Βέρα, Βέρα! Πόσο είσαι ανώτερή μου. ΒΕΡΑ — Ανώτερη από τη Μοίρα μου ίσως. Αυτό είνε το καθήκον του καθενός μας.
Μεταφορικώς• διότι η χειρ ή η πνοή του ανθρώπου είναι η δίδουσα εις τα άψυχα μέλος και γλώσσαν. Έντομα, οστρακόδερμα, μαλακόστρακα, ήτοι τα έχοντα λευκόν αίμα. Εις την πέψιν. Τα όργανα της ψύξεως είναι ο εγκέφαλος και οι πνεύμονες εις τα χερσαία, τα βράγχια δε εις τους ιχθύς. Η ψύξις είναι απαραίτητος προς μετριασμόν της εκ των τροφών και του αίματος αναπτυσσόμενης θερμότητος.
Εις τα στήθη πάντων η πνοή εκρατείτο επί τη προσδοκία των σεπτών λόγων, τους οποίους θα επρόφερεν ο Νέρων. Αλλ' εκείνος ίστατο εκεί επίσημος και άφωνος με πορφυράν χλαμύδα επί των ώμων, με το βλέμμα προσηλωμένον εις την λύσσαν της πυρκαϊάς. Όταν ο Τέρπνος τω παρουσίασε την βάρβιτον, ύψωσε τους οφθαλμούς εις τον καιόμενον ουρανόν, αναμένων την έμπνευσίν του.
Σαν δύσκολα βλέπω τα πράγματα, αλλά ο Θεός βοηθός. Δεν είχε τελειώσει ακόμη ο Σκούντας τον λόγον και παράδοξος κρότος ηκούσθη έξωθεν. Βήματα δρομαία αντήχησαν, πνοή δε και κραυγή διακεκομμένη έπληξε τα ώτα των δύο συμποτών. — Τι τρέχει; είπεν ο Σκούντας.
Μόλις εβγάλαμε τον ανήφορα του Διποτάμου κ' εκονέψαμε 'ςτές Δυο Εκκλησιές. Μας είχε πάρει το μεσημέρι. Φωτιάν έχυνε ο ουρανός από πάνου μας. Ο ήλιος εζάριζε. Αύγουστος μήνας. Βάχτι καλοκαίρι. Της ποταμιάς η πνοή δεν έφταν' εδώ. Και τ' αέρι που κατέβαζαν τα βουνά, άναφτε 'ςτήν πετρίλα που πέρναε και μας έπνιγε τον ανασασμό.
Τον είδα μέσ' τα αίματα, κατάχλωμον 'σαν στάκτην, ελεεινόν, ελεεινόν κ' αιματοκυλισμένον! Τον είδα, κ' έμεινα ξερή και απολιθωμένη. ΙΟΥΛΙΕΤΑ Σχίσου καρδιά μου, ράγισε! Καρδιά καμμένη σχίσου. Κλεισθήτε μάτια μου! το φώς ποτέ μη ξαναϊδήτε! Ω χώμα, γύρισε ‘ς την γην. Σταμάτησε πνοή μου. Κ' εμέ και τον Ρωμαίον μου μια πλάκα να σκεπάση! ΠΑΡΑΜΑΝΑ Τυβάλτη μου, Τυβάλτη μου!
Ουδεμία πνοή ανέμου ηκούετο και η ημέρα προηγγέλλετο θερμή ως ημέρα θέρους.
Ουδεμίαν αντιπάθειαν είχε προς αυτόν, αλλ' όμως εις μάτην εκείνος εξετέλει εις τα πέριξ τόσους δρόμους. Η πνοή αυτού δεν ήτο τόσον ισχυρά, όπως ανοίξη τον κάλυκα. Η Αϊμά δεν ησθάνετο ουδέν εν τη καρδία. Ουδέν άλλο ηγάπα ειμή το φως, την αύραν, τα άνθη και την εργασίαν. Ο προς την οικογένειαν των χαλκέων σύνδεσμος αυτής δεν ήτο στοργή.
Η λίμνη εκυμάτιζεν υπό την ρυθμικήν κίνησιν των κωπών. Ουδέ πνοή ανέμου ηκούετο, τα φύλλα ήσαν ακίνητα. Η σχεδία έπλεε πάντοτε με το φορτίον της το αποτελούμενον εκ των συμποτών, οίτινες επί μάλλον και μάλλον εμεθύοντο και εθορύβουν. Ήδη δεν διετηρείτο πλέον η τάξις, μεθ' ης είχον παρακαθήσει εις την τράπεζαν.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν