United States or Canada ? Vote for the TOP Country of the Week !


Θάλεγε κανένας ότι κι αυτό είχε πάρει από τη μαυρίλα των μαλλιών. Και στη Χλόη, που τον εκοίταζε, εφαινόταν όμορφος ο Δάφνης, και επειδή δεν τον είχε προσέξει πριν ότι ήτανε όμορφος, ενόμιζε πως το λουτρό ήτανε η αφορμή της ομορφιάς του. Κι όταν του έπλενε τις πλάτες ένοιωθε το κρέας του πιο μαλακό· και πολλές φορές άγγιξε κρυφά το δικό της για να δοκιμάση μήπως ήτανε τρυφερότερο.

Και το Δυσσέα βλέποντας ξαναρωτάει ο γέρος «Τήρα κι' εκείνον, κόρη μου, και πες μου αφτός πιος είναι. Δεν έχει την κορμοστασά του βασιλιά Αγαμέμνου, μα φαίνεται σαν πιο φαρδύς στις πλάτες και στα στήθια. Τάχει βαλμένα κατά γης τα πλουμιστά άρματά του, 195 και πηγαινόρχεται κοντά στους λόχους σα μπροστάρης.

Άξαφνα κοντά μου στην άκρη του στεφανιού του γκρεμού, φάνηκε ένας γέροντας φορτωμένος μ' ένα σακκί στις πλάτες. Απίθωσε το σακκί καταγίς, έκατσε απάνω, και αναστέναξε λαχανιάζοντας. Κατόπι του μια γριά φορτωμένη κι αυτή μ' ένα σακκί, ξεφορτώθηκε κι έκατσε κοντά του. Είταν δύο γεροντάκια καταζαρωμένα με γερά κορμιά, βουνήσιοι χωριάτες. Κουρέλλια αγνώριστα έντυναν και τους δυο, λερά, λασπωμένα.

Δεν πέρασαν πολλές στιγμές κι' ο καβαλλάρης βρίσκονταν πίσω από τες πλάτες της γυναικός, που είταν παραπίσω απ' όλες. Εκείνη τότε φώναξε: — Αναμεράστε , μωρές, να περάση ο άνθρωπος με το μουλάρι!..

Οι άλλοι βοϊδολάτες, με τις μπλούζες τις σβουνιασμένες, τα στρυμένα κι αξάγκλεγα γένια τους, εκράταγαν πλάτες πίσω κι ομπρός με τις μακριές τους βουκέντρες. Μην προγκήξη αγριεμένο το κοπάδι καταπίσω, και ξεσπάση μέσα τον κάμπο, και τρέχα γύρεβε πια· πόδια μου, ποδαράκια μου.

Στέκουντα λοιπόν ακκουμπισμένος στον τοίχο, με τις πλάτες κατεβασμένες, κ' έτσι, μέσα στο πλήθος, δεν έβλεπες παρά το κεφάλι και τα μάτια. Όμορφος βέβαια δεν είτανε· μα τέτοια μάτια, και τα αμορφότερα παλληκάρια δεν τάχουνε.

Γιατί τάχα ποια θα βρήτε κι άλλη χώρα πιο καλή, σαν θέλετε την παραδώση στους εχθρούς αυτή τη γη την πλουτοφόρα και της Δίρκης το νερό -που όσοι κι αν όσοι ποταμοί τον κόσμο τρέχουν το πιοτό της το καλόθροφο δεν έχουν. Και γι’ αυτό, θεοί της πόλης μας προστάτες, στους εχθρούς που μας περιζώσαν τα κάστρα ρίχτ’ επάνω συμφορ’ ανθρωποχαλάστρα που να παίρνουνε τα πόδια τους στις πλάτες.

Μήπως μπορεί να μείνη κανείς ο ίδιος: ΦΛΕΡΗΣΕγώ δεν εξέχασα τίποτε όμως. Έλα, Βέρα! Η θλίψη δε σου ταιριάζει. Γίνου εύθυμη και γελαστή όπως τότε. Άφισέ με να σε ντύσω με τα σταχτιά κοντά φορέματα του σχολείου. Να σου απλώσω τη μακρυά σου κοτσίδα στις ώμορφες πλάτες. Να σου καρφώσω τα μεγάλα, χλωμά τριαντάφυλλα στο στήθος, που είχα κόψει, μόνος μου απ' τη τριανταφυλλιά του κήπου σου.

Ο άρρωστος άπλωσε άξαφνα τα χέρια του με δύναμι σαν ν' αντρειεύτηκε, άρπαξε τον Βαγγέλη απ' τον ώμο, τινάχτηκε απάνω κι' ακούμπησε πάλι στα στήθια του φίλου του, τούγνεψε πως θέλει αέρα, άνοιξε το στόμα του ν' ανασσάνη βαθειά, μα ο αέρας τούλειπε, κι' ανεβοκατέβαζε τα σαγόνια του με λαχτάρα. Η Ασημίνα τον βαστούσε από τις πλάτες αλαφιασμένη, τα δόντια της χτυπούσανε από το σύγκρυο.

Διαμαντοστόλιστο στέμμα εφορούσε στο κεφάλι και τα πλούσια μαλλιά, γαλάζια χαίτη άπλωναν στις πλάτες ως κάτω στα κύματα. Το πλατύ μέτωπο, τ' αμυγδαλωτά μάτια, χείλη της τα κοραλλένια έχυναν περίγυρα κάποια λάμψι αθανασίας και κάποια υπερηφάνεια βασιλική.