United States or American Samoa ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δε φτάνει να την ετυμολογούμε, μόνο και μόνο για να μάθουμε την παραγωγή της· από τη σπουδή της μπορεί να φεληθή κ' η ιστορία. Θα είχε κανείς πολλά να πη για τέτοιο αντικείμενο. Ο γλωσσολόγος θα κοιτάξη την ψυχολογική αξία αφτής της μελέτης. Το περίεργο θα είταν ίσια ίσια να μπορούσε κανείς να βρη το δρόμο, την ψυχολογική σειρά που πήρε κάθε λέξη για ναλλάξη νόημα.

Οι ταχτικοί του μικρού φαρμακείου έκλεισαν όλοι το στόμα τους, ο ψηλός δέκα χρόνια τόρα φοιτητής, με το κιτρινισμένο σακκάκι και τη λερωμένη γραβάτα, ο αντικρυνός μπακάλης με την άσπρη ποδιά κρεμασμένη από τη μέση ως τα πόδια, ο κυρ έφορας, το λεβεντόπαιδο, ένας αντρούκλας, πλαταράς, με μουστάκια αγριόγατου, και μ' ένα χαριτωμένο ch στα παχειά χείλη του, ο τραπεζίτης, στρογγυλοκαμωμένος, κοιλαράς, κουβαρντάς, γλεντζές, κόκκινος-κόκκινος, όλος μπιφτέκι και παλιό κρασί, ο υπασπιστής του τάγματος ψηλόλιγνος, φοβερός γυναικάς, με τη στολίτσα του, με τις μποτίτσες του, με το σπαθάκι του, με τ' άσπρο κορδονάκι του στον αριστερό ώμο, με το καπελλάκι του, με το μουτράκι του, με το μουστακάκι του, ένα περίεργο χοντροκαμωμένο επαρχιώτικο χαϊδευτικό ά κ ι, ο κτηματίας κι υποψήφιος για τη δημαρχική θέση, με τα μικρά κινέζικα ματάκια του, με τις ζωηρές χειρονομίες του και μ' έν' αδιάκοπο «ούι!... ούι!...» κολλημένο πάντα στα χείλη του.

Το περίεργο είναι που η παλιά κατάληξη σώζεται και στις ξένες λέξες· αφτό είναι το σπουδαίο. Δεν κλίνουν πουθενά στην Ελλάδα ο καφέ, οι καφέ, τους καφέ, η κουβέντα, της κουβέντα, οι κουβέντα, τις κουβέντα , κ' είναι αδύνατο ο γραικικός λαός να κλίνη, για την ώρα με τέτοιο τρόπο.

Περίεργο, όσο ήμουν στη χώρα μακριά της, η αγάπη της είχε τόση δύναμη, που με κυρίευε αποκλειστικά. Στο χωριό γίνηκε το αντίθετο. Όταν προτήτερα ήμουν κοντά της, την αγαπούσα, περισσότερο ίσως κι' από πριν. Αλλά μόλις έφυγα από κοντά της, εξασθένησε η αγάπη της κιαφήκε να εισβάλουν στο νου μου εχθρικοί λογισμοί.

Το μάτι τους δε συνήθισε ακόμα· ταφτί τους εννοείται συνήθισε χρόνια και χρόνια, αφού γλώσσα τους είναι. Μα εγώ θαρρώ πως και να με διαβάζανε, πάλε δε θα γινότανε τόσο κακό, γιατί στη μελέτη μου τη μικρούτσικη αφτή, προσπάθησα να κάμω κάτι που μου φάνηκε κάπως περίεργο.

Αλλά την άλλη μέρα καθώς υποπτευότανε την απάτη, πήρε μαζύ της τον ακόλουθό της, τον ξανθό Περινίς, και την Βραγγίνα, την νεαρά υπηρέτρια και σύντροφό της, και οι τρεις μαζύ πήγαν καβάλλα μυστικά κατά την σπηλιά του θερίου, μέχρις ότου η Ιζόλδη παρατήρησε στο δρόμο κάτι ίχνη με περίεργο σχήμα. Έπειτα ηύρε το θερίο χωρίς κεφάλι και το νεκρό άλογο: δεν ήτανε σελωμένο κατά τα έθιμα της Ιρλανδίας.

Τι να κάμουν; ο τόπος τους δεν έδινε πια ψωμί κ' έπρεπε να το ζητήσουν στα ξένα. Το περίεργο είνε που ό,τι δουλειά έπιαναν στα χέρια τους ήταν πρώτοι και καλήτεροι. Οι αφεντάδες που τους έβλεπαν τόσο προκομμένους έκαναν το θάμμα τους. — Τι διάβολο! τους έλεγαν τόσο καλοί δουλευτάδες και να πεινάτε στον τόπο σας!

Όταν την ανταμώνουμε, — και περίεργο που πολύ σπάνια συμβαίνει αυτό —, δεν μπορούμε να μην την καλοδεχτούμε και μήτε που τη ξεχνούμεν εύκολα. Η ανθρωπότης πάντα θ' αγαπάη τον Rousseau, γιατί ξομολογήθηκε τις αμαρτίες του όχι σε κανέναν παπά, μα στον κόσμο.

Περίεργο ως τόσο ζωύφιο ένας γρύλλος εκεί! Μια στιγμή στο πλαγινό μου κελί, απ' τ' άλλο μέρος απ' το κελί του ηγούμενου, αγροίκησα κάποιο θόρυβο σιγαλής κουβέντας κι ανάλαφρα πατήματα. Μια μικρή ξύλινη πόρτα αντάμονε το κελί μου με τ' άλλο που άκουα το θόρυβο. Χωρίς να θέλω την σίμωσα και κοίταξα από μια χαραμάδα. Στην αρχή δεν καλόβλεπα τίποτε, μόλις χάραζε λίγο φως. Κοίταξα ακόμα.

Ένα μόνο ξέρω, δεν τόννοιωθαν οι μικροπολίτες πως είτανε μικροί κ' έτσι δεν το είχαν και καημό. Μήτε τόβαζε ο νους τους, και τόβλεπες αμέσως από το περπάτημά τους. Είταν πολύ περίεργο το περπάτημά τους· περπατούσαν πηδηχτά πηδηχτά, όμως με κάποια περηφάνεια και τη μύτη πάντα ψηλά. Θωρούσες ένα μικροπολίτη και στοχάζουσουν πως ερχότανε βασιλιάς. Δουλειές είχαν, πολλές δουλειές οι μικροπολίτες.