Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 19 Μαΐου 2025


Φύγε άνε μαγαπάς, μην έρθ' ο Στρατής ... — Δεν είν' ο Στρατής και μη φοβάσαι, είπεν ο Μανώλης, αφού παρετήρησεν εκ νέου υπέρ τον φράκτην. Μα δε σου λέω; Έλα να φύγωμε κετσά γλυτώνομε κιαπού το Στρατή. Ακούς; Φωνή εφήβου άδοντος έλεγεν: Ανάθεμα που βρη καιρό κι' άλλο καιρό ανημένει, Γιατί, ο καιρός τα πράμματα ανάποδα τα φέρνει.

Αν είχαμε πάντοτε πρόθυμον καρδίαν, ώστε να ακολουθώμεν το καλόν που ο Θεός καθημέραν μας παρέχει, θα είχαμεν τότε και αρκετήν δύναμιν να υποφέρωμεν το κακόν όταν μας έρχεται. — Αλλά δεν έχομεν την καρδιά εις την εξουσίαν μας, παρετήρησεν η παπαδιά· πόσον εξαρτάται από το σώμα! όταν κανείς δεν είναι καλά, τίποτε δεν του αρέσει. — Την εδικαίωσα ως προς αυτό.

Ώστε, βλέπεις, είσθε ομοιοπαθείς με τον κύριόν μου. Και διά σας τουλάχιστον, υπομονή, παρετήρησεν ο ξένος, χωρίς να τον μέλη αν προσέβαλλε τον φίλον του, διότι είσθε κοινοί και εργατικοί άνθρωποι και δεν σας κακοφαίνεται και πολύ. Αλλ' εκείνος φιλόσοφος, άρχων, μεγάλος άνθρωπος! ... Βέβαια πολύ θα δυσαρεστήται. — Καθένας το ξέρει, είπεν ο Γύφτος. Χρου!...

Η ξένη προέβη εις τα έσω της καλύβης και περιειργάζετο μετά πολλού διαφέροντος πάντα όσα έβλεπεν. Ηρεμαία τις απόχρωσις λύπης και οίκτου εσκίασε την μορφήν της. Το λεπτόν τούτο νέφος παρετήρησεν η Αϊμά. Ησθάνθη δε ευθύς συμπάθειαν προς την ξένην, και ουδεμία κακή ιδέα διέβη διά της φαντασίας της. — Δος μοι έν κάθισμα, διότι είμαι πολύ κουρασμένη, Αϊμά,

Διά τούτο η Σοφούλα, φαιδρότερου χαρακτήρας παρά η Δεσποινιώ, είπεν ευθύμως πως: — Κρίματο κολοβολάκι σ', κορίτσι μ'. Η κακομοίρα δεν ξέρει να πάρη τα ποδαράκια της. — Την χαλνάει ο καπετάν Μαθιός, παρετήρησεν η Δεσποινιώ, σεμνότερα πάντοτε. — Κείνος που ξέρ', κορίτσι μ', δεν χαλνιέται. Πώς έμαθον αυταί αι νεάνιδες να επικρίνωσι τον χορόν, αφού ποτέ των δεν εχόρευσαν!

Πώς λάμπει η σκούφια της κόρης της! παρετήρησεν η Δεσποινιώ. Θαμπόνουν τα μάτια. — Εγώ την εκέντησα, υπέμνησεν η Σοφούλα. Έχει τριάντα δράμια χρυσάφι. — Κορίτσια! να μη πέσετε! είπε πάλιν η γραία ως καθ' εαυτήν υποψιθυρίζουσα. — Να! Να! εφώνησε μετά τινος θάμβους η Δεσποινιώ. Σηκώσανε τη νύφη να χορέψη. Μα, Μάννα, σήκω να ιδής τη νύφη. Πολύ ώμορφη μέση! Δαχτυλιδένια! Και πώς καμαρόνει! Μάννα!

Ψυχή μου, αυτό είνε μεγάλο δυστύχημα, παρετήρησεν ο Σκούντας. — Τω όντι, είπεν ο Τρανταχτής. Και πρώτη φορά μου συμβαίνει. — Τι κρίμα, είπεν ειρωνικώς ο Σκούντας. — Και δεν ξεύρεις πόσο κακό είνε να γελάση κανείς δικούς του ανθρώπους. — Φίλοι σου λοιπόν είνε αυτοί που θα γελάσης; — Είνε κάτι περισσότερο, είνε φιλενάδες μου. — Φιλενάδες σου! μεγάλο θαύμα! — Βέβαια. Δι' αυτό είμαι λυπημένος

Μη φοβείσαι, απήντησεν ο σκληρός Γύφτος. Αλλ' η φωνή του έτρεμε. Η Αϊμά παρετήρησεν ότι ήσαν μόνοι. — Δεν είνε άνθρωποι εδώ; είπε. — Τώρα θα έλθουν, απήντησεν ο ακάματος Πρωτόγυφτος. — Καλλίτερα να μην έλθουν, εσκέφθη η Αϊμά. Μεγαλοφώνως δε είπε·Δεν θέλω να μείνω εδώ. — Και πού θα υπάγης; — Προτιμώ να φύγω. — Για να σου πω, είπεν ο Γύφτος, εγώ είμαι κουρασμένος, θέλω να κοιμηθώ.

Τα θηλιάσματα λυπάσαι; Εσύ νάσαι καλά, κολλήγα, παρετήρησεν ο ποιμήν, ετοιμάζων άλλο ποτήριον. — Και το γουρνόπουλο! Προσέθηκεν ο μπάρμπα-Σταύρος. — Ναι, τώρα είπες καλά. Είπεν ο Κομποδήμος και εκένωσεν εις τον διψαλέον λάρυγγά του άλλο ποτήριον και ηρώτησε: — Να το φέρω ; Και έσειε την κεφαλήν του, ασκεπής με την κόμην ακτένιστον επαναλαμβάνων: — Σου έγεινε ένα πράμα!

Η αφελής αύτη εύνοια, η επιδειχθείσα προς αυτόν παρά της κόρης, τω εφάνη ως μειδίαμα αόριστον της τύχης, προοιωνίζον ευτυχίαν. Η αρχαϊκή αύτη λιτότης του αισθήματος, η ολιγάρκεια αύτη της επιθυμίας, ήτο λίαν χαρακτηριστική παρά τω απαιδεύτω εκείνω νέω. Εν τούτοις δεν παρετήρησεν ότι η νέα δεν τω έδωκεν άνθη με τας ιδίας αυτής χείρας, αλλά τω είπε μόνον να δρέψη. Αλλά τούτο ήρκει εις αυτόν.

Λέξη Της Ημέρας

δέτη

Άλλοι Ψάχνουν