Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 27 Ιουνίου 2025
Ο θείος του διαμένων πέραν του όρους, εις την κοιλάδα του Ροδανού ήθελε να παραλάβη το παιδίον πλησίον του διά να το διδάξη κάτι, διά να προκόψη καλύτερα. Αυτό το παρετήρησε και ο παππούς και του τον άφησε να τον αναθρέψη. Ο Ρούντυ απεχαιρέτησε· εκτός του παππού όμως ήσαν και άλλοι εκεί, που έπρεπε να τους αφήση υγείαν, και πρώτα πρώτα ο Αγιόλας, ο γηραιός σκύλος.
Μόνος αυτός έπρεπε να επιστρέψη οπίσω, εις την εποχήν του από της οποίας απεμακρύνθη τόσον. Τ' είχε να κάμη εις τον νέον αυτόν κόσμον, τον ξένον εις τους οφθαλμούς και τας αισθήσεις του όλας; Πώς να ζήση με τον Παπαθεοδωρακόπουλον αυτός ο οποίος έζησε πριν με τον Δράκον;. . . — Ε, θα μου πάρης παππού; επέμενεν εν παρακλητικώ και θρηνώδει τόνω το παιδίον.
Κ' ενώ εξ ενός απέστελλε τον μηχανικόν, ίνα χαράξη μαύρον σταυρόν επί του τοίχου του μεγάρου, εξ άλλου, κρυφά, εψιθύριζεν εις το ους της γραίας: — Το δίνεις τριάντα κατοστάρικα; — Πας 'στον παππού μ! Ηγρίευσεν η γραία. — Θα σου το πάρη το σχέδιο! Ηπείλησεν ο δήμαρχος. — Το κεφάλι σου να πάρη το σχέδιο! Το σπίτι είνε του παιδιού μου!
Σ' όλους τώρα 'ταν χρέος του τους αρχηγούς να τρέχει ξορκίζοντάς τους· τι πολύ βαριά μας ζώνει ανάγκη.» Τότες του κάνει ο δυνατός αφέντης Αγαμέμνος «Πάππου, και χάρη άλλη φορά θα σ' τόχω αν του τα ψέλνεις, 120 τι αναμελάει πολλές φορές και προθυμιά δε δείχνει, όχι από νου ασυλλογισά ή βαρεμό, μον βλέπει τι εγώ θα πω κι' ακαρτερεί το σύνθημα να δώκω.
Πήρε μαζί του και τη γυναίκα του την Αντωνίνα ο Βελισάριος. Ιστορικιά γυναίκα κι αυτή καθώς η Θεοδώρα, από πατέρα και πάππου του ιπποδρόμιου, από μητέρα του δρόμου, κι ατή της της ίδιας τέχνης στα νιάτα της. Είχε κάμποσα παιδιά σαν παντρεύτηκε το Βελισάριο.
— Παρ' τ' αυτά προσέθηκε, και φύλαξ 'τα, . . . είνε του παππού σου. Να μάθης γράμματα . . . να τα διαβάσης μόνος σου. Και η τελευταία της γραίας πνοή εσφράγισε το πρωτοχρονιάτικον σωρόν της. Την επομένην πρωίαν ο Γεώργης έφερεν εις τον κύριόν του τα υποδήματά του, ενώ εσπόγγιζε συνάμα διά της παλάμης του τους ερυθρούς εκ των δακρύων οφθαλμούς αυτού.
Γιατί ο Πορθιάς τρεις έκανε λεβεντονιούς — κι' οι τρεις τους 115 την Κάλυδο και της Πλεβρός τα πλάγια κατοικούσαν — το Μέλα και τον Άγριονε και τον παππού Βοινέα, πούταν στα χρόνια ο τρίτος τους μα στην αντριά 'ταν πρώτος. Μα έμεινε εκείνος στην Πλεβρό, και μίσεψε ο γονιός μου στ' Άργος κι' εκεί σπιτώθηκε, γιατί ίσως έτσι ο Δίας 120 κι' οι άλλοι τόθελαν θεοί.
Δεν είνε καλήτερα να τον περιφρόνησης· να φανής μάλιστα και γενναιόδωρος; — Α! μάλιστα· αν είν' έτσι μάλιστα· είμαστε σύμφωνοι· είπε σοβαρά· ας το πάρη. Να ξέρης εμείς οι Ευμορφόπουλοι, έτσι είμαστε πάππου προσπάππου· χαρίζαμε. — Αυτό λέω και γω. — Κ' έπειτα, μωρέ κόρη μου, τι θα πάρη ο χαμάλης; ένα παλιόσπιτο. Ό,τι αξίζει ένα χαλίκι του Ευμορφόπουλου δεν αξίζει όλο σου το χτήμα.
— Δόξα σοι ο Θεός, που τα καταλάβαμε, τέλος πάντων! είπεν ο ναύκληρος αποθέτων την χιλιάρικην με προσοχήν επί της τραπέζης, ακτινοβολούσαν εκεί ιριδόχροα ακτινοβολήματα, υπό το φως της εν μέσω του πρωραίου κρεμαμένης λυχνίας. — Καλά Χριστούγεννα 'ς της Τρεις Μπούκαις, παππού! Δεν σου τώπα; . . .
Είπεν η χήρα η Αλτανού, η χήρα η πενθηφόρος, παραδίδουσα τον Μανωλάκην της εις τον ποιμένα. Σ' αυτόν κρέμονται, γέρω Παππού μου, οι νόμοι και οι προφήται. — Ό,τι γράφει, δεν ξεγράφει! Παρετήρησεν ο γέρω-Παππούς, παίρνων συγχρόνως την πρέζαν του.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν