United States or Burundi ? Vote for the TOP Country of the Week !


Από το δεύτερο πάτωμα έβγαινε στον πρώτο πύργο του τοίχου μια βασιλοπούλα και, επειδή ήταν αντηλιά πολλή, είχε ανοίξει το χέρι της, σα στέγη, από πάνω από τα μάτια της, και κοίταξε έξω από την Πόλη, πέρα. Πάλι βγήκα έξω από τα τείχη. Πάλι, νεκροταφείο τούρκικο με κυπαρίσσια ήταν απέναντι μου. Πάνω σε μια πλάκα τάφου ήταν ξαπλωμένος ένας σκύλος, σαν ανάγλυφο.

Το χειμώνα οι κυρίες Πιντόρ δεν βγήκαν από το σπίτι και ούτε έκαναν κουβέντα για το αν θα πάνε στο Πανηγύρι του Ριμέντιο, αλλά όσο μεγάλωναν οι μέρες και το χορτάρι θέριευε στο παλιό νεκροταφείο, τη ντόνα Έστερ έμοιαζε να την κατέχει μια αίσθηση κούρασης, μια ατονία, όμοια με εκείνη που κάθε χρόνο την άνοιξη έκανε χλωμή τη Νοέμι.

Μέσα στην σιωπή ακουγόταν να τρίζει το σκοροφαγωμένο ξύλο του μπαλκονιού. Ο Έφις σηκώνοντας λίγο περισσότερο το κεφάλι ξαναείδε για τελευταία φορά το παλιό νεκροταφείο με τον κατεστραμμένο του τοίχο, τα χόρτα του και τα κόκαλα που ήταν σα λουλούδια

Φυσικά, το δυσκολώτερο σε μια τέτοια περίσταση είναι να περιμένη κανένας ήσυχος ό,τι έχει να γίνη και να τα παρατά όλα στον καιρό με υπομονή, ενώ ταυτόχρονα πιστεύει πως καθετί που γίνεται φέρνει σιμότερα τη νύχτα, που ελπίζει πως θα μπορέση να την κρατήση μακριά. Με πόση προσοχή παρατηρούσα τη γυναίκα μου την εποχή αυτή! Πώς την παρακολουθούσα στις εκδρομές της στο νεκροταφείο!

Αιστάνουμαι πως δε θα λάβω ποτέ καιρό να θρηνήσω όπως ήθελα το μικρό αγόρι μου με ταγγελικά μάτια κι ολομόναχος γονατίζω εμπρός στην κάσα του, εγώ, που δε γνωρίζω μπροστά σε ποιόνε γονατίζω και σε ποιον προσεύχουμαι. Μα όξω στο νεκροταφείο είναι ένα μικρό μνήμα.

Μόλις όμως άκουσα ότι δεν κοιμήθηκε στο σπίτι, αλαφιάστηκα και έτρεξα στο νεκροταφείο, όπου δυστυχώς οι τάφοι ήταν όλοι τόσο ίδιοι που δεν μπορούσα να ανακαλύψω αυτόν που έψαχνα, αν και ξόδεψα τέσσαρες μέρες γυρεύοντάς τον.

Ύστερα έμαθα πώς ήτανε κι αυτοί δυο κάτοικοι του Δρομοκαΐτη, αδέρφια στην τύχη με το Βιζυηνό. Στο νεκροταφείο, μπροστά στο μνήμα του Τοσίτσα σε πολύ μετρημένο ακροατήριο επιτάφιοι ρήτορες αποχαιρετίσαμε το Βιζυηνό ο Αριστοτέλης Κουρτίδης κ' εγώ

Αριστερά ήταν ένα νεκροταφείο απέραντο των Τούρκων, με φουντωτά, πυκνά, βαθυπράσινα κυπαρίσσια. Κοίταξα πίσω, και είδα χαμηλά τη θάλασσα, βαθειά μεσημεριάτικα βαμένη, ανάμεσα στα τείχη και στα κυπαρίσσια.

Και το θερίζει ο θάνατος άσπλαχνα κάθε 'μέρα· Νεκροταφείο έγεινε κι' αρρώστεια πέραπέρα. Το Μεσολόγγι...κλάψτε το! θα πέση, δεν βαστάει, Και κλάψετε μαζύ μ' αυτό και την Ελλάδα ακέρηα·ολίγο μόνη μέσα του η Δόξα θα γυρνάη, Η Δόξα, η αθάνατη 'σάν τα λαμπρά τ' αστέρια. — Ψωμί, μπαρούτι, βόλι, Ψωμί! — φωνάζουν όλοι Και δυο τους μένουν μοναχά, δυο απόφασαις να κάνουν.

Οι γέροι μένουν, οι νέοι φεύγουνΑναστέναξε και έσκυψε για να δει και να διορθώσει τα κοράλλια στο στήθος της. Διηγήθηκε για τον καιρό που κι εκείνη πήγαινε στο πανηγύρι με τον άντρα της, την κόρη της και τις καλές της γειτόνισσες. Έπειτα σήκωσε το βλέμμα και κοίταξε προς το παλιό νεκροταφείο. «Αυτές τις μέρες μου φαίνεται πως βλέπω αναστημένους όλους τους πεθαμένους.