Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 26 Μαΐου 2025
Αισθάνθηκε τότες ο Νίκος πως δεν ήτον πια μονάχος στο σπίτι μ’ αυτόν το μυστηριώδικο εχθρό, την κρυφή αρρώστια που έτρωγε το κρέας της γυναίκας του κάτω απ’ το πετσί της και της έπινε το αίμα και τη νειότη της. Γύρισε η Βεργινία το κεφάλι της να τονέ χαιρετήση και φάνηκε το άσπρο των ματιών της σταχτερό, χωρίς λάμψη κ' η κόρη ξέχρωμη, σα νάταν η κόρη και τασπράδι ένα πράμα.
Αυτοί σου παράδωκαν τη λαμπάδα να τη φυλάξης απ' τους ανέμους, αγαπημένε. Κι' εσύ που την έκλεισες μέσ' τη σιωπή σου, καταφρονώντας — ωιμέ! — τη νειότη σου και τη στοργή μας, προχώρησε στο Δημιουργό μπροστά, και στήσε το θρίαμβο της φλόγας σου! Τους παλμούς σου βλέπω μέσα στη νύχτα φάρε — την έγνοια σου για το ναύτη και τον τυχοδιώκτη!
Τι άλλο τάχα παρ' η θλίψις του θανάτου του πατρός του εδυνήθη να τον καταντήση να μη γνωρίζη αυτός τον εαυτόν του πλέον, να φαντασθώ δεν ημπορώ· και σας τους δύο, ως παιδιόθεν είσθε συνανάτροφοί του, και κατόπι αδελφοί 'ς την νειότη και 'ς την γνώμην, παρακαλούμεν να σας έχωμεν ολίγον καιρόν εις την Αυλήν μας, και να τον κινήτε εις ξεφαντώματα μαζί σας να πηγαίνη, ώστε να δυνηθήτε από ταις ευκαιρίαις να συνάξετε κάτι, και αν τον βασανίζει τι άγνωστο 'ς εμάς, κ' εάν φανερωμένο το πάθος θαύρισκε απ' εμάς την ιατρείαν.
Και τώρα συ, που τους παληούς ανθρώπους τους εστεφάνωσες με τίμιους τρόπους, βάλε λοιπήν, όση αγαπάς, φωνή, ο λόγος σου ποιος είνε να φανή. Ο ΔΙΚΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ Για την παληά θα σας ειπώ εκείνη παιδεία, σαν η νειότη μου ανθούσε, όταν μιλούσα με δικαιοσύνη κι ο κόσμος φρονιμάδα την περνούσε.
«Ω φίλοι, ας ερωτήσουμε τον ξένον αν γνωρίζει κάποιον αγώνα• ότι κακός 'ς την πλάσι αυτός δεν είναι• κνήμαις, μεριά, βραχίονες, και ο σβέρκος ο γενναίος 135 μεγάλην δείχνουν δύναμι, και νειότη δεν του λείπει• αλλά πολλά παθήματα τον έχουν συντριμμένον• ότι άλλο ωσάν την θάλασσα, θαρρώ δεν παραλύει τόσο κακά τον άνθρωπο, πολύ και αν είναι ανδρείος».
Εφύσαε στα ζωντανά και στα χορταρικά παντού, ζωή και δροσιά και χαρά και νειότη. — Νάτα! είπ' ένας μακελάρης ξάφνου. — Νάτα! μου λέει κι ο φίλος πλάι, αναπηδώντας δίπλα μου σα λαβωμένος λαγός. Ακούστηκε τόρα φοβερό ποδοβολητό καταπέρα, κ' ετίκλωσε μες τις ελιές ο αέρας από σύγνεφα μπουχούς. Κολώνες ουρανοθεμέλιωτες εσηκώθηκαν στον κάμπο κάτω ασβόλες και χώματα, σαν από φριχτό σιφουνικό.
'ς το πείσμα τόσων έφυγεν, ιδές, ένα παιδάκι, 665 αφού καράβι ετράβησε, κ' επήρε και την νειότη του τόπου• αρχή 'που 'ς το εξής κακό θα φέρη• ο Δίας κείνον να κόψη, πριν αυτός 'ς εμάς φυτεύση πόνους. αλλά καράβι δόστε μου ταχύ, κ' είκοσι ανθρώπους όπως καρτέρι στήσω του και τον παραφυλάξω 670 μες 'ς της Ιθάκης το στενό και της τραχείας Σάμου, να κλάψη 'που εταξείδευσε γι' αγάπη του πατρός του».
« Για ακούστε, λέγει, αδέλφια μου, » Και τη 'δική μου νειότη. » Ταις μάναις, όσαις έκαμα » Μες 'ς τη ζωή μου όλη, » Και 'ς τη στερνή πώς μ' έφαγε » Το φλογισμένο βόλι. » Το πρώτο μου πολέμησα «'Σ το έρμο το Κομπότι.»
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν