Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 12 Ιουνίου 2025
Τότε είπε, εγώ απ' τη συφορά δεν πάω ναν τους γλυτώσω, 450 μα ας πάει, αν θέλει, ο Πάτροκλος κι' ας βάλει τ' άρματά μου, και μ' ένα πλήθος λόχους του τον προβοδάει στην μάχη. Κι' αφτός πολέμαε ολημερύς κοντά στο Ζερβοπόρτι, και θάπαιρνε την ίδια αβγή το κάστρο, μόνε ο Φοίβος εκεί που θρήνος έκανε στων μπροστινών τη μέση 455 τον σφάζει, και τον Έχτορα δοξάζει με τη νίκη.
Τι μια στιγμή αν πες θέλαμε οι Δαναοί και οι Τρώες να φιλιωθούμε, κι' έτσι οι δυο να μετρηθούμε χώρια, οι Τρώες κάτου να στρωθούν όσοι είναι χωραΐτες, 125 και πάλε εμείς σε δεκαριές πες α θε χωριστούμε και διάλεγε ναν την κερνάει μια μιά κι' από 'ναν Τρώα, θάμεναν δεκαριές πολλές χωρίς τον κεραστή τους.
Όχι! διχόνιες η θολή δε θέλει τώρα νύχτα, 65 θέλει φρουρά. Και λέω ας παν κι' όξω απ' το κάστρο βάρδιες κοντά ας πλαγιάσουν στο σκαφτό εδώ κι' εκεί χαντάκι. Στους νιους να τι είχα ναν τους πω. Κατόπι εσύ, Αγαμέμνο, άρχισε, πούσαι κεφαλή των βασιλιάδων όλων, και στρώσε τους των προεστών τραπέζι.
Ο ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Ξέρω, στο άντρον του Πανός πούνε βωμοί κοντά του. ΚΡΕΟΥΣΑ Αχ! εδοκίμασα εκεί λαχτάρα εγώ μεγάλη. Ο ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Λαχτάρα, ποιάν; στα λόγια σου τα δάκρυα μου τρέχουν. ΚΡΕΟΥΣΑ Δύστυχο γάμο άθελα έκαμα με το Φοίβο. Ο ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Κόρη μου! τάχα ναν' αυτό που είχα καταλάβη; ΚΡΕΟΥΣΑ Δεν ξέρω• την αλήθει' αν λες, θα σου τ' ομολογήσω. Ο ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Και την αρρώστια την κρυφή πότε είχες υποφέρη;
Κι' αφτοί, όπως διπλοκέρατο αλάφι ή αγριογίδι παίρνουν κυνήγι οι χωριανοί κι' ασπροτριχάτοι σκύλοι, μα φέβγει αφτό σε σγουμπουλά βουνά και δασωμένες λογγιές, μηδέ γραφτό μαθές δεν είταν ναν το πιάσουν, τι απ' τις φωνές τους λέοντας αρχοντικός στο δρόμο 275 προβάλνει κι' όλους θεν δε θεν σε μια άχνα τους κωλώνει· έτσι οι Αργίτες σωρεφτοί πριν κυνηγούσαν πάντα όλο χτυπώντας με σπαθιά και δίστομα κοντάρια, μα άμα τον Έχτορα είδανε π' ορμούσε απάς στους λόχους, δείλιασαν κι' όλων θρούβαλα τους έγινε το θάρρος. 280
Και τρέχανε μ' οχλοβουή στα πλοία, κι' από κάτου 150 απ' τα ποδάρια ως αψηλά ο κουρνιαχτός πηδούσε, κι' έσκουζε ο ένας τ' άλλου εφτύς ν' αδράξουν τα καράβια και ναν τα ρήξουν στο γιαλό, και πάστρεβαν τ' αβλάκια κι' ως στα ουράνια ανέβαινε το σκούξιμο, ζητώντας πίσω να πάνε, κι' έβγαζαν των πλοίων τα φαλάγγια.
Τι τώρα αν σ' αμολήσουμε και πούμε ας πας καλιά σου, ξέρεις εσύ των καραβιών να ξαναβρείς το δρόμο, 450 να κάνεις ή κατασκοπιές ή να μας πολεμήσεις· μα αν σε χαλάσει ο λάζος μου και κατεβείς στον Άδη, δεν έχει πια των Αχαιών παιγνίδια ναν τους παίξεις.»
Ειδέ έλα, αν θες, δοκίμασε, για ναν να το δουν κι' εδώ όλοι... το μάβρο σου αίμα γλήγορα θα βάψει το κοντάρι.»
Μα αφήκαν πανωφόρια διο κι' ένα σκουτί στο κάρο, 580 για να τυλίξει το νεκρό και πίσω ναν τον δώκει ναν τόνε παν στον τόπο του. Και κράζει σκλάβες όξω, τους λέει να πλύνουν το νεκρό, ναν τον αλείψουν λάδι, παρέκει κάπου, μην τυχόν και δει το γιο του ο γέρος. 583
Γιατί ετσιδά φοβέρισε, που θαν το κάνει κιόλας· 415 Θα σακατέψει τ' άτια σας αφτού μες στα λουριά τους, θα σας γκρεμίσει κάτου εσάς, τ' αμάξι θα σας σπάσει — μηδέ σε δέκα ολόκληρους που κυκλοφέρνουν χρόνους δεν έχουνε γιατριά οι πληγές π' ανοίγει ο κεραβνός του — για ναν το δεις, κυρά Αθήνα, σαν πώς τον πολεμούνε. 420 Ειδέ την Ήρα, αδιαφορεί, τι κάνει δε θυμώνει· σύστημα τόχει ότι κι αν πει να βάζει πάντα αμπόδια.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν