Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 27 Μαΐου 2025
Τ' ήθελε να την πάη στα Μνημούρια, θα πω τι ήθελε; Και την έβαλε, λέει, να πέση μέσ' τον τάφο που έχει κτίσει, για να δοκιμάση το μπόι της! . . . Κορίτσι απάρθενο, αγουρίδα, άκακο, μούστο πράμμα! Και να ξαπλωθή στον λάκκο μέσα, ακούς!
Κι όταν είχε μπη πια το χυνόπωρο κ' έβιαζε ο τρύγος, όλοι στην εξοχή βρισκόντανε σε δουλειά· ένας διόρθονε τα πατητήρια· άλλος καθάριζε τα βαγένια κι άλλος κοφίνια· ένας ακόνιζε το κλαδευτήρι για να κόβη τα σταφύλια, άλλος εφρόντιζε για πέτρα, που να μπορή να λυόνη τα τσήπουρα των σταφυλιών κι άλλος για ξερή λιγαριά στουμπανισμένη, για να κουβαλάη το μούστο τη νύχτα με φως.
Από το λεπτεπίλεπτο μπουκαλάκι της μυρουδιάς χαμογελούσε η Αφροδίτη για την τουαλέττα της και μ' ολόγυμνον Μαινάδιον συντροφιά ο Διόνυσος χόρευε, με τα πόδια γυμνά και μες στο μούστο βαμμένα, γύρω στην κανάτα του κρασιού, εκεί που σαν Σάτυρος ο γέρω-Σειληνός κυλιόταν πάνω στα φουσκωμένα ασκιά ή κουνούσε κείνο το μαγικό σπαθί, που είχε στην άκρη ένα τριμμένο κώνον ελάτου και τη λαβή στεφανωμένη με μουχρό κισσό.
Κ' έλεγε, τι μεγάλη τύχη που την έχουν τα παιδιά τώρα, που μαθαίνουνε &γράμματα&. Τάλεγε &γράμματα&, γιατί δεν καταλάβαινε λέξη. Αν είτανε γλώσσα της, δε θα είτανε γράμματα. Λες το μούστο &γλεύκος&, και γίνεται γράμματα. Γράφεις πως το φαΐ είναι &κεκολημένον&, και μυρίζει &κνίσσαν&, και γίνεται κι αυτό αμέσως γράμματα. Αλλάζεις λέξες και πηγαίνεις εμπρός.
Κι όταν πια ήλθαν η Χλόη κ' οι άλλοι, αφού άναψε φωτιά, από τα κρέατα άλλα τάβρασε κι άλλα τάψησε και πρώτα ξεχώρισε για τις Νύμφες το καλύτερο μέρος κ' έχυσε λίγο από κροντήρα, που ήτανε γεμάτη μούστο. Και σαν έστρωσε στρώμα από φύλλα χλωρά, αρχίσανε να τρων και να πίνουν και να διασκεδάζουν, και συνάμα είχε το νου του στα κοπάδια, μήπως λύκος πέφτοντας μέσα σ' αυτά κάμη τα έργα των εχτρών.
Εκείνος κουβαλούσε σταφύλια με τα κοφίνια και τα πατούσε, ρίχνοντάς τα στα πατητήρια, κ' έφερνε το μούστο στα βαγένια· εκείνη ετοίμαζε φαΐ για τους τρυγητάδες και τους κερνούσε κρασί παλιό και τρυγούσε από τα κλήματα τα πιο χαμηλά· επειδή στη Λέσβο όλα τα κλήματα είναι χαμηλά κι όχι στηλωμένα, μήτε δράνες· κ' οι κληματόβεργες απλόνουνται χάμω στη γις και σέρνουνται σαν κισσοί· μπορεί να φτάση το σταφύλι και παιδί, που μόλις έχουνε λυθή τα χέρια του από τα σπάργανα.
Κι ο Δρύαντας, αφού σηκώθηκε και πρόσταξε να του παίξουνε βακχικό σκοπό, τους εχόρεψε χορό του τρύγου· κ' εφαινόταν πότε σαν να τρυγούσε, πότε σαν να κουβαλούσε κοφίνια, έπειτα σαν να επατούσε τα σταφύλια, κατόπι σαν να εγέμιζε τα πιθάρια και στο τέλος σαν να έπινε μούστο.
Κ' ενώ τούτοι έκαναν αυτά, ήλθεν από την πολιτεία δεύτερος μαντατοφόρος κ' επρόσταξε να τρυγάνε τ' αμπέλια το γληγορότερο· κι αυτός είπε, θα μείνη εκεί όσο που να κάμουνε τα σταφύλια μούστο, κ' ύστερα γυρίζοντας στην πολιτεία θα φέρη τον αφέντη, όταν πια θα είναι ο χυνοπωριάτικος τρύγος.
Τι αποδοσίδια και τι ύπεργα θα ειπής; Ξινάρια και λισγάρια, ένα πατητήρι και μια κάδη ψηλή και στρογγυλή σαν καλοθρεμμένος γούμενος. Πέντε βαρέλια στη γραμμή μεγάλα και δυνατά, σίγουρα καθισμένα στα σκαριά σαν παντουβάνες κόττες στ' αυγά τους. Εκείνες καρκαρίζουν για να βγάλουν τα πουλιά τους. Τα βαρέλια της Ελπίδας σιγοβράζουνε το μούστο που εμπιστεύθηκε στους κόρφους τους.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν