Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 3 Μαΐου 2025


Ο λοστρόμος με τους άλλους ναύτες σήκωσαν σιγά-σιγά τον καπετάνιο και τον φόρτωσαν στον ώμο του Γερο-Φλώκου, ρίχνοντας του απάνω την κόκκινη τσέργα. Ο Μοναχάκης βογγούσε: «Αγάλια! αγάλια παιδιά! αγάλια και πονώ». Και πιάστηκε από το λαιμό του ναύτη. — Στο Κυρατσώ, καπετάνιο, να σε πάω στο Κυρατσώ την αδερφή σου, πούνε σιμά το σπίτι. — Κουράγιο, Μοναχάκη. Δεν έχεις τίποτε.

Απ' του Χάρου τα δόντια, είπε ο λοστρόμος. — Τώρα ν' αφήσουμε την «Αθηνά» και να πιάσωμε τον Μοναχάκη, είπε ο Γερο-Φλώκος. Τον πονούσε η ψυχή του. Έβαλε όλα τα γιατροσόφια του κάτω, μα του κάκου. Τον Μοναχάκη τον έψηνε η θέρμη στο στρώμα. Οι πόνοι τον έσφαζαν. ... Σε πέντε ημέρες, Κυριακή ημέρα, το απομεσήμερο ρίχνανε την άγκυρα στην πατρίδα.

Τηνέ θέλω την «Αθηνά». Για ποιόν την έχεις σκαρώσει; Ο Γιαλής πετάχτηκε από το σκαμνί του. — Έλα μαζί, Μοναχάκη. Τυχερό σου θα είνε. Πάμε να βρούμε τα παιδιά του Καπετάν-Τσοβού. Τον έχεις ακουστά τον Καπετάν- Τσοβό. Γι' αυτόν την έχω σκαρωμένα. Ο Καπετάν-Τσοβός πέθανε τις προάλλες, στο τελευταίο του ταξίδι στην Οδέσσα, μέσα στο μεγάλο του το μπάρκο την «Ευαγγελίστρια». Πούντιασε και πέθανε.

Κάτω στο καρνάγιο καμαρωτό και περήφανο, έτοιμο να πέση στη θάλασσα, με την αρματωσιά του λεβέντικη, στεκότανε απάνω στα σκαριά, ένα καινούριο μπρίκι. Έλεγες πως ζητούσε να ξεφύγη μόνο του από τα σκαριά, να γλυστρήση στο γιαλό και να σχίση τη θάλασσα. Η καρδιά του Μοναχάκη λαχτάρησε. — Νάχω την ευχή του πατέρα μου! Να την η νύφη που μου πρέπει. Καλή και μπιστεμμένη, άξια και ώμορφη.

Τον απαντήσαμεν εις το Μπαλούκ-Χανέ, μέσα εις την βρωμερωτέραν συνοικίαν του Γαλατά. Εκάθητο με ένα ρώσον ναυτικόν εις μίαν φάμπρικαν ακάθαρτη, και έπιναν. — Νιεζνάι! Και εκένου και εκείνος το καραφάκι του ως ρώσος διψασμένος. — Καπετάν Μοναχάκη! φεύγω για την πατρίδα! τω λέγει ο καπετάν- Καλόγερος. — Τα έγραφεν αυτά και η επιστολή του θείου της. — Τίποτε χαρτσιλήκι για την γυναίκα σου!

Να ζήσετε και να γεράσετε... Δεν ήξερε τι έλεγε από τη χαρά του ο Μαστρο-Γιαλής. Τα μάτια του ήτανε δακρυσμένα και τα σκούπιζε με τη μεγάλη κόκκινη μαντήλα, σαν ν' αποχαιρετούσε τα παιδιά του. — Ώρα καλή, Μοναχάκη, ώρα καλή Αθηνά! Σε λίγο, μόνο τα πανιά της «Αθηνάς» ασπρογυάλιζαν μακρυά, στον πρωινόν ήλιο.

Κρύο είνε, θα περάση... είπε ο Μελιγκόνης χλωμός σαν τη λαμπάδα· τον αγκάλιασε και τον φίλησε. — Δεν μπορώ, Γερο-Μελιγκόνη, με σφάζει. Ακουμπήστε με να ξανασσάνω. Τα πόδια μου σα σκουριασμένα σίδερα τα νοιώθω. Τον ακούμπησαν στην αμμουδιά, Ο Γερο-Φλώκος τον κρατούσε στην αγκαλιά του, οι άλλοι από πάνω του. Το νερόχιονο έπεφτε. — Κουράγιο, Μοναχάκη, δεν είνε τίποτε. Κρύο είνε, θα περάση.

Έμεινε έτσι κάμποση ώρα, αγκαλιάζοντας με το μάτι την «Αθηνά», που σάλευε, γερόντισσα ετοιμοθάνατη, μέσα στη σκιά, σαν να ψυχομαχούσε. — Να πάμε, Μοναχάκη, είπε ο Μελιγκόνης, θα κρυώσης. — Άφησε τους, Μελιγκόνη, να τα πούνε. Άφησε τους να τα πούνε με την «Αθηνά», είπε σιγαλά ο λοστρόμος. Έχουν ανοίξει κουβέντα, μεγάλη κουβέντα. Ποιος ξέρει αν θα ξαναϊδή ο ένας τον άλλον! Μεγάλη κουβέντα!

Να πατήση μοναχά το πόδι μου, στ' άγια χώματα μια φορά! Ανίσως πάλι μας υποπτευθούν και γυρίσουν την πλώρη τους προς τα εδώ, τότε μια και δυο, στο δικό σας το Ξάνεμο, πώς το λέτε, στην Κεφάλα σας· εκεί πετούμε τη βάρκα στην άμμο, και γυρίζουμε στεριά στο χωριό σας. «Πού ήσουνα, Λιαλιώ;» «Πήγα στο σεργιάνι, μπάρμπα- Μοναχάκη, και να με, γύρισα». Εγέλασε μόνη της ειπούσα τούτο.

Είνε αληθές ότι κατ' αρχάς μετά την αναχώρησιν του Μοναχάκη εξαπατώμενος ο πρεσβύτης από την γειτόνισσάν του Μαθήναν ήρχισε να πιστεύη ότι η μητέρα της νύμφης του για να πάρη τον υιόν του τον εμάγευσε και έπνεε πυρ και φλόγα εναντίον των, και ήτο θυμώδης ο γέρων, είχεν αυτό το ελάττωμα αλλ' ως καλός Χριστιανός καταβαλών πολλήν βίαν κατενίκησε τον πειρασμόν και έστειλε μίαν ημέραν και εκάλεσε την νύμφην του.

Λέξη Της Ημέρας

γλαυκοπαίζουν

Άλλοι Ψάχνουν